Wednesday, December 16

Nativity Hymns...

Σταχυολογώ ακούσματα αυτής της όμορφης περιόδου:

"Carols from King’s College Choir, Cambridge": Η δυτική χριστουγεννιάτικη μουσική παράδοση είναι μακραίωνη και τεράστια (ίσως ξεπερνά την αντίστοιχη ανατολική), αλλά και .... ζώσα! Γράφονται μέχρι σήμερα υπέροχα τραγούδια και ύμνοι.
Ο συγκεκριμένος δίσκος περιέχει γνωστούς ύμνους. Εν αντιθέσει δε με ό,τι έχει κακώς επικρατήσει ως «άποψη» στην «καθ’ ημάς ανατολή», η δυτική χριστουγεννιάτικη μουσική, εκτός από αριστουργηματική μελωδική γραμμή, διαθέτει επίσης και βαθύτατο θεολογικό νόημα, όπως και ποιητικότατη γλώσσα.

Ακούω επίσης συχνά χριστουγεννιάτικους ύμνους βυζαντινής μουσικής. Δύο είναι οι δίσκοι που εναλλάσσονται στο cd-player: ο πρώτος, με τον τίτλο «Άναρχος Θεός καταβέβηκεν», όπου ψάλλει γλυκύτατα χορωδία υπό τον Κωνσταντίνο Μπιλάλη – πρόκειται για μια πολύ ποιοτική δουλειά, με ωραίο ήχο, που αποπνέει μια σεμνότητα και μια γαλήνη, τόσο ξένη προς την «ψαλτική» μουσική που τόσο βάναυσα κακοποιείται κάθε Κυριακή στους περισσότερους ναούς...
Ο δεύτερος δίσκος, χριστουγεννιάτικοι ύμνοι από την Ελληνική Βυζαντινή Χορωδία υπό τον Λυκούργο Αγγελόπουλο. Για την ΕΛΒΥΧ και τον Αγγελόπουλο έχω πολλά να γράψω, αλλά δεν είναι της παρούσης! Να πω μονάχα, πως θεωρώ την ΕΛΒΥΧ ως την καλύτερη διεθνώς βυζαντινή χορωδία που υπάρχει, τρέφω δε βαθύτατο σεβασμό προς τον Λυκούργο Αγγελόπουλο που αφιέρωσε την ζωή του όλη σε αυτό το εγχείρημα, με τόση αγάπη και τόση αφοσίωση...
Για κάποιον που δεν είναι οικείος προς την βυζαντινή μουσική, νομίζω οι δύο αυτοί δίσκοι αποτελούν μια πολύ καλή εισαγωγή.

Sunday, December 6

Μάνου Χατζιδάκι, "Ρυθμολογία", op. 26

Πρόσφατη ανακάλυψη, η «Ρυθμολογία» του Μάνου Χατζιδάκι, op.26 (Σολίστ, η εξαίρετη Δανάη Καρά, σε μια πολύ καλή ηχογράφηση της Naxos).

Βρήκα το έργο ενδιαφέρον – σίγουρα πιο ενδιαφέρον από την πασίγνωστη «Μικρή Λευκή Αχιβάδα». Για τον γνώστη της κλασικής μουσικής, δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο να εντοπιστούν οι επιρροές του συνθέτη. Νομίζω ότι οι επιδράσεις μουσουργών όπως ο Προκόφιεβ, ο Χίντεμιτ, ο Σατί και άλλων, είναι εμφανείς – και ομολογημένες. Δεν το γράφω με διάθεση επίκρισης! Κάθε άλλο, με συνάρπαζε πάντοτε η διαπίστωση του πόσο ο κάθε συνθέτης «πατάει» πάνω σε ό,τι προϋπάρχει, όλοι ανεξαιρέτως οφείλουν την συνθετική τους πορεία, σε βάσεις και θεμέλια οικοδομημένα από δεκάδες συναδέλφων τους. Αυτό είναι πολυ ωραίο, μου θυμίζει κάτι που λέει ο Pascal, δεν πρέπει –γράφει στις Σκέψεις- να λέμε «το έργο μου», αλλά το έργο «μας», αφής στιγμής το κάθε (καλλιτεχνικό για την περίπτωσή μας) έργο προσθέτει μια πινελιά σε μια ζωγραφιά αρχινισμένη ίσως εδώ και αιώνες – αρχινισμένη μεν, αλλά πάντοτε ημιτελής.
Αυτά σε μια πρώτη «ανάγνωση» της Ρυθμολογίας.

Αυτό που μου έκανε εντύπωση στο έργο είναι η μελωδική τόλμη, η συνειδητή αποφυγή «εύκολων» λύσεων, η πάλη με την διακινδύνευση της ρυθμικής δυσκολίας, και το «αναπάντητο» μιας απορίας, ενός καημού που τρέμει στην κόψη της μελωδικής αβεβαιότητας.

Νιώθω πως είναι κρίμα που ο Χατζιδάκις, ο τόσο χαρισματικός, δεν αφιέρωσε περισσότερο χρόνο στην σύνθεση κλασικής μουσικής – θα έβγαιναν αριστουργήματα απ’ τα χέρια του.

Η Ρυθμολογία είναι έργο νυχτερινό, ακούγεται δίχως φως.

Thursday, December 3

A comment by B.Αργ.

Έλαβα σήμερα ένα ενδιαφέρον "σχόλιο" του Β. Αργ. σε σκέψεις μου της περασμένης εβδομάδας. Το "αναδημοσιεύω" εδώ, για να μην χαθεί στα σχόλια...
Έχω την αίσθηση ότι η καλλιτεχνική δημιουργία όπως και η έμπνευση είναι πολύ δύσκολα ορίσιμες (και η προέλευση τής δεύτερης ακόμα δυσκολότερα προσδιορίσιμη). Το αυτό ισχύει και για τα κριτήρια πειστικότητας (άρα αξίας) μιας ερμηνείας, αφού στην ουσία είναι και αυτή ένα είδος (νέας) δημιουργίας. Η περίφημη "αντικειμενικότητα" στην εκτίμηση της τέχνης είναι κάτι που ποτέ δεν θα υπάρξει... Υπάρχουν όμως δύο σταθερές, που αν δεν οδηγούν στην "αντικειμενικότητα", τουλάχιστον περιορίζουν το αχανές του πλήθους των υποκειμενικών εκτιμήσεων: η πρώτη είναι το consensus των ειδημόνων και η δεύτερη ο χρόνος. Ούτε η πρώτη χωρίς τη δεύτερη, ούτε η δεύτερη χωρίς την πρώτη. Από κοινού οι δύο αυτοί κριτές μπορούν όχι να μας προσδιορίσουν το "γιατί" ένα έργο αξίζει, αλλά να αποφανθούν αν πράγματι αυτό αξίζει ή όχι. Άπαξ και αξίζει, αρχίζει το προσωπικό έργο της κάθε υποκειμενικότητας να εμβαθύνει στην άξια καλλιτεχνική δημιουργία και να ανακαλύψει τον πλούτο της. Ή να πάρει τις αποστάσεις της από αυτό, αναγνωρίζοντας την ασυμβατότητα του γούστου τους. Υπάρχουν πειστικές εξηγήσεις γιατί μια καλλιτεχνική δημιουργία είναι καλή ή όχι... Πλην όμως, όσο συγκεκριμένες και να είναι, παραμένουν σε περιοχές υποκειμενικές ή, στην καλύτερη περίπτωση, περιορισμένα δι-υποκειμενικές. Αντίθετα, οι δύο σταθερές που αναφέραμε, ξεπερνούν κάπως τα όρια του διυποκειμενισμού, έστω κι αν δεν καταφέρνουν να φτάσουν τον χειμερικό στόχο της αντικειμενικότητας. Εξάλλου, αν υπήρχε στην τέχνη αντικειμενικότητα, τότε θα της έλειπε η ελευθερία. Και αν της έλειπε η ελευθερία, τα όρια της ομορφιάς της θα ήταν πολύ στενά...
Β.Αργ.

Monday, November 30

Nuits de Noel

Ce fut ainsi que nous gagnâmes les approches de Noël; alors au lieu de partir de la cour du Lion-Rouge, le matin, nous nous mettions en route tous les soirs vers huit ou neuf heures et nous gagnions les quartiers que nous avions choisis. D’abord nous commençons par les squares et par les rues où la circulation des voitures a déjà cessé : il nous faut un certain silence pour que notre concert pénètre à travers les portes closes, pour aller réveiller les enfants dans leur lit et leur announcer l’approche de Noël, cette fête chère à tous les coeurs anglais; puis à mesure que s’écoulent les heures de la nuit nous descendons dans les grandes rues ; les dernières voitures portent les spectateurs des théâtres passent, et une sorte de tranquillité s’établit, succédant peu à peu au tapage assourdissant de la journée ; alors nous jouons nos airs les plus tendres, les plus doux, ceux qui ont un caractère mélancolique ou religieux, le violon de Mattia pleure, ma harpe gémit et quand nous nous taisons pendant un moment de repos, le vent nous apporte quelque fragment de musique que d’autres bandes jouent plus loin : notre concert est fini : « Messieurs et mesdames, bonne nuit et gai Noël ! »
Puis nous allons plus loin recommencer un autre concert. Cela doit être charmant d’entendre ainsi de la musique, la nuit dans son lit, quand on est bien enveloppé dans une bonne couverture, sous un chaud édredon ; mais pour nous dans les rues il n’y a ni couverture, ni édredon : il faut jouer cependant, bien que les doigts s’engourdissent, à moitié gelés ; s’il y a des ciels de coton, où le brouillard nous pénètre de son humidité, il y a aussi des ciels d’azur et d’or où la bise du Nord nous glace jusqu’aux os ; il n’y en a pas de doux et de cléments ; ce temps e Noël nous fut cruel, et cependant pas une seule nuit pendant trois semaines nous ne manquâmes de sortir. Combien de fois avant que les boutiques fussent tout à fait fermées, nous sommes-nous arrêtés devant les marchands de volailles, les fruitiers, les épiciers, les confiseurs : oh ! les belles oies grasses ! les grosses dindes de France ! les blancs poulets ! Voici des montagnes d’oranges et de pommes, des amas de marrons et de pruneaux ! Comme ces fruits glacés vous font venire l’eau à la bouche ! Il y aura des enfants bien joyeux, et qui tout émus de gourmandises se jetteront dans les bras de leurs parents. Et en imagination tout en courant les rues, pauvres misérables que nous sommes, nous voyions ces douces fêtes de famille, aussi bien dans le manoir aristocratique que dans la chaumière du pauvre.
Gai Noël pour ceux qui sont aimés.

[Sans Famille, 1878, Hector Malot]


Wednesday, November 25

Simone Dinnerstein plays the "Goldbergs"

Υπάρχουν αποδεκτά «όρια» στην ερμηνεία και, αν ναι, ποια είναι αυτά, τάχα; Αφορμή της απορίας μου, αυτήν τη φορά, η ηχογράφηση που τούτη τη στιγμή ακούω: η αμερικανίδα πιανίστα Simone Dinnerstein παίζει τις Παραλλαγές Goldberg (Telarc). Το ερώτημα προκύπτει αυθόρμητα ακούγοντας μια ερμηνεία του έργου αρκετά (έως πολύ!) διαφορετική από όλες όσες έχει τύχει μέχρι τούδε να ακούσω.

Η Dinnestein έχει έναν πολύ ιδιαίτερο ήχο, υιοθετεί ασυνήθιστα tempi, και δεν διστάζει να πάρει ελευθερίες όταν το κρίνει σκόπιμο ή επιθυμητό. Αποτέλεσμα αυτού είναι ότι η ηχογράφηση έχει το στοιχείο της έκπληξης, που τόσο λείπει από πάμπολλες ηχογραφήσεις πολυπαιγμένων έργων του ρεπερτορίου. Η Simone Dinnerstein έχει γίνει γνωστή στο ευρύτερο κοινό από έναν άλλο θαυμάσιο δίσκο, μια ζωντανή ηχογράφηση ενός ρεσιτάλ που έδωσε στην Γερμανία. Και εκεί είχα την ευκαιρία να θαυμάσω την καινοτομία των ερμηνειών της – και μάλιστα με το «βάρος» της ζωντανής παρουσίασής τους.

Υπάρχουν λοιπόν όρια στην ερμηνεία; Η πρώτη απάντηση που έρχεται στο νου είναι πως τα όρια αυτά καθορίζονται από την πειστικότητα της εκάστοτε ερμηνευτικής επιλογής. Υπάρχουν ερμηνείες που πείθουν και άλλες που αστοχούν. Αλλά, βέβαια, το αμέσως επόμενο ερώτημα είναι ποια τα κριτήρια πειστικότητας της ερμηνείας. Αυτό που φαίνεται άκρως πειστικό για μένα, μπορεί να προκαλέσει την αδιαφορία ή την αντίθεση κάποιου άλλου. Με άλλα λόγια, είναι η πειστικότητα αντικειμενικό «μέγεθος» ή όχι;
Έχω την αίσθηση πως, ενώ κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί την ύπαρξη ενός υποκειμενικού στοιχείου στην έννοια της πειστικότητας, ένα minimum consensus όσον αφορά κάποια θεμελιώδη χαρακτηριστικά μιας ερμηνευτικής προσέγγισης είναι (ή πρέπει να είναι) εξίσου υπαρκτό. Σε σημαντικό βαθμό, τα χαρακτηριστικά αυτά χαράσσονται από τον ίδιο τον συνθέτη μέσα από συγκεκριμένες υποδείξεις επάνω στην παρτιτούρα. Αν αυτές οι υποδείξεις αγνοηθούν, τα αποτέλεσμα θα είναι μια εκκεντρική, αλλοπρόσαλη μανιέρα - και δυστυχώς υπάρχουν γνωστοί και μη εξαιρετέοι μουσικοί που στον βωμό μιας εγωτικής ιδιοτροπίας, δεν διστάζουν να ασελγούν σε μουσικές και παρτιτούρες.

Η ερμηνεία της Dinnerstein, για να επανέλθω, ήταν «στα όρια» της ανεκτής για μένα ερμηνείας του Μπαχ. Αλλά ίσως επειδή «πέτυχε» τα όρια των δικών μου «ορίων», ήταν και τόσο ενδιαφέρουσα! Πήρε το ρίσκο της και δικαιώθηκε.

Tuesday, November 17

Youtube: my first attempt...

Είχα, κάμποσο καιρό τώρα, την επιθυμία να "ανεβάσω" στο internet κάτι δικό μου, να μοιραστώ με γνωστούς τε και αγνώστους την χαρά της μουσικής δημιουργίας, στον βαθμό που μου είναι μπορετό να την προσεγγίσω.


Το ενδιαφέρον με την διαδικτυακή "πραγματικότητα" -τουλάχιστον όσον αφορά στην μουσική- είναι ότι εκθέτεις μεν την ψυχή σου "δημοσία" αλλά διατηρείς μια απόσταση απ΄τα πράγματα, κι' αυτό έχει τα καλά του. Το ενδιαφέρον του θεατή/ακροατή (άρα και το δικό σου - του δημιουργού) στρέφεται περισσότερο στο έργο παρά στο πρόσωπό σου, την προσοχή έλκει περισσότερο η ουσία της μουσικής και λιγότερο η επιφάνεια των όποιων εξωτερικών περισπασμών.


Το βέβαιον είναι ότι το ίντερνετ θέτει νέα δεδομένα στην αισθητική θεώρηση της μουσικής, αφής στιγμής η σχέση δημιουργού και ακροατή τίθεται επί νέων, ανεξερεύνητων ακόμα δεδομένων. Κρίσιμες παράμετροι αυτών των δεδομένων είναι η ταχύτητα, η διαδραστικότητα, καθώς και η παράδοξη εκείνη συνύπαρξη (ή και συναίρεση) αμεσότητας και ανωνυμίας, εγγύτητας και απόστασης.

***


Διάλεξα να παίξω ένα μικρό κομματάκι ενός άγνωστου στους πολλούς Βρετανού συνθέτη ονόματι Roger Quilter (1877-1953). Ήταν και σε μένα άγνωστος, ομολογώ, μέχρι που τον "γνώρισα" μέσα από τρεις χαριτωμένες μεταγραφές για πιάνο που συνέθεσε ο Stephen Hough, ένας πολύ αξιόλογος πιανίστας, με πολυσχιδή δραστηριότητα σε ετερόκλητους τομείς.
Το κομμάτι λέγεται "The Fuschia Tree" και δεν είναι τίποτα άλλο από μια βραχύτατη πλην άκρως εκφραστική μελωδία σε σι ελάσσονα.

Ακούγοντας την μουσική αυτή, έρχεται στο νου εκείνος ο "ορισμός" της μουσικής, που συναντά κανείς στο Πλατωνικό Συμπόσιο: "Έστι ουν μουσική περί αρμονίαν και ρυθμόν ερωτικών επιστήμη"...


Ελπίζω να αρέσει σε όσους τύχει να το ακούσουν...

Saturday, November 14

Milhaud and Faure

Σήμερα έφτασαν στ’ αυτιά μου ήχοι και μουσικές Γάλλων συνθετών. Άκουσα το πρωί στην ΕΡΑ 3 (στην πολύ αξιολόγη εκπομπή του Χρήστου Μιχαηλίδη) ένα θαυμάσιο κομμάτι του Darius Milhaud με τον περίεργο τίτλο «Le boeuf sur le toit» (το βόδι στη στέγη). Ήταν μουσική για βιολί και πιάνο – δεν κατάφερα να εξακριβώσω εάν πρόκειται για μεταγραφή. Συγκράτησα ωστόσο πως βιολί έπαιζε ο Gidon Kremer – και το παίξιμό του, ακόμα και μέσα στο πλήθος των ακουστικών περισπασμών της πρωινής οδήγησης, πραγματικά έλαμπε από σπιρτάδα και ζωή. Βρήκα το έργο πολύ ενδιαφέρον, πανέξυπνα γραμμένο και ιδιαίτερα πρωτότυπο.
Το δεύτερο έργο που έτυχε να ακούσω αργότερα σήμερα ήταν η πασίγνωστη Pavane του Gabriel Faure. Αυτή η μελωδία έχει έναν παράξενο και υπαινικτικό ερωτισμό, αλλά και μια αβίαστη φυσικότητα – σαν να προϋπήρχε της σύνθεσής της, σαν ο συνθέτης να την ανακάλυψε έτοιμη και εκ των υστέρων, και απλώς την κατέγραψε.

Και πάλι, το αιώνιο ερώτημα. Από πού έρχεται η μελωδία; Προκύπτει ως αποτέλεσμα μόχθου και κοπιαστικής δουλειάς; Είναι απόρροια πηγαίας ενόρασης ή απροσδόκητης έμπνευσης; Αναδύεται μέσα σε ηχητικές συγκυρίες που την βοηθούν να γεννηθεί; Όλα τα παραπάνω, ίσως;

Τα γράφω αυτά, με την μελωδία της Pavane να ηχεί στα αυτιά μου και είναι, θα' λεγες, σαν να μου ψιθυρίζει να σταματήσω να διερωτώμαι για την προέλευσή της και να αφεθώ, με όση απλότητα μου είναι μπορετό, στην ομορφιά της.
Αυτή η μουσική μιλά με τόση εσωτερική ένταση, τόση γαλήνια ικεσία...

Sunday, October 25

Nikolai Lugansky in Athens! (Rach 2)

Τι αξέχαστη εμπειρία! Να ακούσω στο Μέγαρο Μουσικής έναν πιανίστα που τόσο αγαπώ, και μάλιστα, να μου δοθεί η ευκαιρία να τον γνωρίσω μετά και να πούμε και δυο κουβέντες... Δεν θα έχανα για τίποτα μια τέτοια ευκαιρία! Δεν θέλω να πω πολλά για την ερμηνεία του Λουγκάνσκυ στο 2 Ραχ – μια παρατήρηση μόνο: η τεράστια δυσκολία του έργου είναι πως, έχει παιχτεί καλά τόσες φορές, από τόσους καλούς πιανίστες, ώστε μια ακόμα απλώς «καλή» ερμηνεία δεν σημαίνει και πολλά πράγματα! Αλλά αυτό που άκουσα χθες δεν ήταν απλώς μια «καλή» ερμηνεία – ήταν κάτι εξαιρετικό. Ένας ήχος πλούσιος, δίχως υπέρ το δέον παραχωρήσεις στο συναίσθημα, στιβαρός και τρισδιάστατος, τεχνική εντυπωσιακή.
Είχε την τύχη να τον συνοδεύει μια εκπληκτική ορχήστρα – η Φιλαρμονική της Αγίας Πετρούπολης με Γιούρι Τεμιρκάνοφ. (Στο δεύτερο μέρος έπαιξαν την «Λίμνη των κύκνων» και ήταν πραγματικά εντυπωσιακοί).

Ο Λουγκάνσκυ είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση. Μοιάζει εξαιρετικά κλειστός και συνεσταλμένος άνθρωπος (είχα την ευκαιρία να επιβεβαιώσω αυτή μου την αίσθηση προχθες, στα καμαρίνια του Μεγάρου). Αλλά ο ήχος του έχει μια εσωτερική ένταση που λειτουργεί σαν έκρηξη ηφαιστείου και καθηλώνει τον ακροατή. Να πω επίσης πως μου έδωσε την εικόνα ενός ιδιαίτερα απλού και σεμνού ανθρώπου, πράγμα όχι τόσο σύνηθες για καλλιτέχνες του δικού του βεληνεκούς.
Τον πρωτοάκουσα στα Proms στο Λονδίνο, έπαιξε το 2ο Κοντσέρτο Προκόφιεβ, και με είχε καταπλήξει. Προτείνω σε όποιον ποτέ διαβάσει αυτές τις γραμμές, την ερμηνεία του στο 3ο Κοντσέρτο του Ραχμάνινοφ και τις Σπουδές του Σοπέν.


Πολύ συγκινήθηκα για την ευκαιρία που μου δόθηκε να ακούσω ζωντανά το παίξιμο του Λουγκάνσκυ. Μπορώ δε να πω ότι περισσότερο με συγκίνησε η εμπειρία της παρουσίας του παρά η ποιότητα της ερμηνείας του...

Τόσα χρόνια ακούω ακούραστα αυτά τα έργα, οι νότες των οποίων είναι «σκαναρισμένες» μέσα μου, αποτελούν μέρος της μουσικής μου «ταυτότητας», εάν υπάρχει τέτοιο πραγμα... Τόσες και τόσες φορές με έχουν συντροφεύσει μυστικά, τόσες φορές έχουν "κινήσει" τον συναισθηματικό μου κόσμο. Θυμάμαι χαρακτηριστικά πως, όταν ήμουν στον στρατό, τις ατελείωτες ώρες της σκοπιάς σιγοτραγουδούσα, για να περάσει γρηγορότερα η ώρα, ολόκληρα τα κοντσέρτα αυτά - απ' την πρώτη νότα ως την τελευταία!...

Είναι κρίμα που δεν κατάφερα να παρακολουθήσω τις άλλες δύο συναυλίες με τα Κοντσέρτα του Ραχμάνινοφ. Ειδικά το 1ο Κοντσέρτο θα ήθελα πολύ να το ακούσω παιγμένο από τον εξαιρετικό Γιώργο Λαζαρίδη (με τον οποίο ήμουν συμφοιτητής στο RCM).

Αλλά δεν κατάφερα να πάω... Τίποτε δεν είναι εύκολο εάν έχεις τρία μικρά παιδιά!

Thursday, September 3

three recordings

Βρήκα λίγο χρόνο σήμερα το απόγευμα, μετά από κάμποσο καιρό, και άκουσα σε τρεις διαφορετικές εκτελέσεις το adagio από το 23ο Κοντσέρτο για Πιάνο του Μότσαρτ. Οι σολίστες: Χόροβιτς, Κόκσις, και Αλίθια ντε λα Ρότσα.
Και οι τρεις παίζουν υπέροχα, αλλά απ’ τις τρεις με κέρδισε αμέσως η τρίτη: Η De Larrocha είχε ήχο βαθιά εκφραστικό, και μια απαλή μουσικότητα που ταίριαζε τόσο με αυτήν την μουσική. Νόμιζα ότι "ειδικευόταν" στην Ισπανική μουσική αλλά να που ο Μότσαρτ της είναι εξαιρετικός, αν κρίνω τουλάχιστον από αυτό που άκουσα.

Αυτό το μέρος είναι τόσο όμορφο, τόσο μαγευτικά όμορφο.
Δεν βρίσκω λόγια...

Friday, May 8

Questions on Mozart

Έδωσα ένα ρεσιτάλ πιάνου προ ημερών όπου έπαιξα, μεταξύ άλλων, μια σονάτα του Μότσαρτ (σε λα ελάσσονα, Κ331). Για άλλη μια φορά ένιωσα να με πολιορκεί αυτή η δυσερμήνευτη διαφορετικότητα που χαρακτηρίζει το έργο του. Είναι ενδεικτικό – και αυτό θα ήθελα να καταγράψω ως παρατήρηση- ότι ενώ είχα (σε γενικές έστω γραμμές) άποψη για το παίξιμό μου όσον αφορά τους άλλους συνθέτες που ερμήνευσα στο ρεσιτάλ, με τον Μότσαρτ ένιωθα μια πλήρη αδυναμία να σταθμίσω εάν το παίξιμό μου ήταν περισσότερο ή λιγότερο επιτυχές. Σαν να μου έλειπαν τα οποιαδήποτε κριτήρια στάθμισης της ίδιας της ερμηνείας μου. Στο μυαλό μου, ένα κενό, η μουσική του μου ξεφεύγει σαν "πεταλούδας τίναγμα", που λέει ο ποιητής. Μένω πάντα με την απορία.

Γιατί άραγε; Τί είναι αυτό που κάνει την μουσική που έγραψε ο άνθρωπος αυτός τόσο μυστηριώδη, την ερμηνεία της τόσο ριψοκίνδυνη και ανασφαλή;
Δεν έχω απάντηση, ως συνήθως.

Saturday, January 24

Beethoven's Fantasia and my Uncle

«Χρωστάω» την Φαντασία για Πιάνο, Ορχήστρα και Χορωδία του Μπετόβεν, στον θείο Σωτήρη.
Θα πρέπει να ήμουν μαθητής Γυμνασίου, όταν μου έδωσε μια κασέτα (τότε δεν υπήρχαν σι-ντι) με το έργο αυτό. Ο θείος μου ήταν (και είναι) λάτρης της κλασικής μουσικής, και η παρουσία του στα εφηβικά μου χρόνια υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική για την μουσική μου παιδεία. Πόσα έργα δεν γνώρισα μέσα απ’ τις δικές τους ένθερμες προτροπές! Το «αυτοκρατορικό» κοντσέρτο για πιάνο του Μπετόβεν, το κοντσέρτο του ιδίου για βιολί, την σουίτα «Περ Γκυντ» - είναι έργα που ξεπηδούν εντελώς αυθόρμητα στην μνήμη, μετά από τόσα χρόνια. Ο ίδιος ήταν (και είναι) άνθρωπος βαθύτατης ευαισθησίας, με άπειρα ακούσματα κάθε είδους μουσικής, αλλά και αυτοδίδακτος κιθαρίστας: θυμάμαι κάποια μέρα (πάει καιρός πολύς) που παίξαμε μαζί μια μεταγραφή της Άνοιξης του Βιβάλντι για βιολί και πιάνο – και ο Σωτήρης έπαιξε στην κιθάρα το μέρος του βιολιού!

Σκέφτομαι πόσο σημαντική μπορεί να αποδειχθεί η έγκαιρη χρονικά παρουσία στη ζωή, ενός ανθρώπου με ποιότητα, κριτήρια, ευαισθησίες. Στην φάση της διάπλασης του είναι, στα πολύ κρίσιμα χρόνια της εφηβίας, μια τέτοια παρουσία μπορεί να αποβεί καθοριστική για τις πτυχές εκείνες του χαρακτήρα που διεκδικούν μονιμότητα μέσα μας. Τέτοια, θαρρώ, υπήρξε για την ζωή μου η παρουσία του ανθρώπου αυτού. Μου ενέπνευσε την αγάπη του για την κλασική μουσική και με έκανε να αφουγκραστώ ήχους που έμελλε να κουβαλώ μέσα μου μέχρι σήμερα – ήχους που σίγουρα δεν θα με εγκαταλείψουν έως ότου κλείσω τα μάτια.

Αλλά, ξεκίνησα να μιλάω για την Φαντασία. Την άκουσα χθες μετά από πολλά χρόνια, σε μια συμπαθητική εκτέλεση με τον Serkin στο πιάνο, και την καταχάρηκα! Πράγμα ενδιαφέρον, διότι τα τελευταία χρόνια ο Μπετόβεν με συγκινεί όλο και λιγότερο, βρίσκω κουραστικό το πομπώδες και επιβλητικό στοιχείο που διέπει την ψυχή των έργων της ύστερης ιδίως περιόδου. Αλλά η Φαντασία είναι έργο που έχει ενδιαφέρον, εναλλαγές, ποικιλότητα ψυχικών διαθέσεων και μια χαρούμενη φρεσκάδα. Είχα βρει (πριν πολλά χρόνια) μια μεταγραφή του έργου για πιάνο και χορωδία – Κύριος οίδε που βρίσκεται καταχωνιασμένη η παρτιτούρα αυτή!- και είχα μελετήσει αρκετά το εισαγωγικό μέρος του πιάνου. Καθόλου εύκολο, θυμάμαι. Άραγε, παίζεται το έργο αυτό συχνά σήμερα, στις αίθουσες του κόσμου;