Monday, November 30

Nuits de Noel

Ce fut ainsi que nous gagnâmes les approches de Noël; alors au lieu de partir de la cour du Lion-Rouge, le matin, nous nous mettions en route tous les soirs vers huit ou neuf heures et nous gagnions les quartiers que nous avions choisis. D’abord nous commençons par les squares et par les rues où la circulation des voitures a déjà cessé : il nous faut un certain silence pour que notre concert pénètre à travers les portes closes, pour aller réveiller les enfants dans leur lit et leur announcer l’approche de Noël, cette fête chère à tous les coeurs anglais; puis à mesure que s’écoulent les heures de la nuit nous descendons dans les grandes rues ; les dernières voitures portent les spectateurs des théâtres passent, et une sorte de tranquillité s’établit, succédant peu à peu au tapage assourdissant de la journée ; alors nous jouons nos airs les plus tendres, les plus doux, ceux qui ont un caractère mélancolique ou religieux, le violon de Mattia pleure, ma harpe gémit et quand nous nous taisons pendant un moment de repos, le vent nous apporte quelque fragment de musique que d’autres bandes jouent plus loin : notre concert est fini : « Messieurs et mesdames, bonne nuit et gai Noël ! »
Puis nous allons plus loin recommencer un autre concert. Cela doit être charmant d’entendre ainsi de la musique, la nuit dans son lit, quand on est bien enveloppé dans une bonne couverture, sous un chaud édredon ; mais pour nous dans les rues il n’y a ni couverture, ni édredon : il faut jouer cependant, bien que les doigts s’engourdissent, à moitié gelés ; s’il y a des ciels de coton, où le brouillard nous pénètre de son humidité, il y a aussi des ciels d’azur et d’or où la bise du Nord nous glace jusqu’aux os ; il n’y en a pas de doux et de cléments ; ce temps e Noël nous fut cruel, et cependant pas une seule nuit pendant trois semaines nous ne manquâmes de sortir. Combien de fois avant que les boutiques fussent tout à fait fermées, nous sommes-nous arrêtés devant les marchands de volailles, les fruitiers, les épiciers, les confiseurs : oh ! les belles oies grasses ! les grosses dindes de France ! les blancs poulets ! Voici des montagnes d’oranges et de pommes, des amas de marrons et de pruneaux ! Comme ces fruits glacés vous font venire l’eau à la bouche ! Il y aura des enfants bien joyeux, et qui tout émus de gourmandises se jetteront dans les bras de leurs parents. Et en imagination tout en courant les rues, pauvres misérables que nous sommes, nous voyions ces douces fêtes de famille, aussi bien dans le manoir aristocratique que dans la chaumière du pauvre.
Gai Noël pour ceux qui sont aimés.

[Sans Famille, 1878, Hector Malot]


Wednesday, November 25

Simone Dinnerstein plays the "Goldbergs"

Υπάρχουν αποδεκτά «όρια» στην ερμηνεία και, αν ναι, ποια είναι αυτά, τάχα; Αφορμή της απορίας μου, αυτήν τη φορά, η ηχογράφηση που τούτη τη στιγμή ακούω: η αμερικανίδα πιανίστα Simone Dinnerstein παίζει τις Παραλλαγές Goldberg (Telarc). Το ερώτημα προκύπτει αυθόρμητα ακούγοντας μια ερμηνεία του έργου αρκετά (έως πολύ!) διαφορετική από όλες όσες έχει τύχει μέχρι τούδε να ακούσω.

Η Dinnestein έχει έναν πολύ ιδιαίτερο ήχο, υιοθετεί ασυνήθιστα tempi, και δεν διστάζει να πάρει ελευθερίες όταν το κρίνει σκόπιμο ή επιθυμητό. Αποτέλεσμα αυτού είναι ότι η ηχογράφηση έχει το στοιχείο της έκπληξης, που τόσο λείπει από πάμπολλες ηχογραφήσεις πολυπαιγμένων έργων του ρεπερτορίου. Η Simone Dinnerstein έχει γίνει γνωστή στο ευρύτερο κοινό από έναν άλλο θαυμάσιο δίσκο, μια ζωντανή ηχογράφηση ενός ρεσιτάλ που έδωσε στην Γερμανία. Και εκεί είχα την ευκαιρία να θαυμάσω την καινοτομία των ερμηνειών της – και μάλιστα με το «βάρος» της ζωντανής παρουσίασής τους.

Υπάρχουν λοιπόν όρια στην ερμηνεία; Η πρώτη απάντηση που έρχεται στο νου είναι πως τα όρια αυτά καθορίζονται από την πειστικότητα της εκάστοτε ερμηνευτικής επιλογής. Υπάρχουν ερμηνείες που πείθουν και άλλες που αστοχούν. Αλλά, βέβαια, το αμέσως επόμενο ερώτημα είναι ποια τα κριτήρια πειστικότητας της ερμηνείας. Αυτό που φαίνεται άκρως πειστικό για μένα, μπορεί να προκαλέσει την αδιαφορία ή την αντίθεση κάποιου άλλου. Με άλλα λόγια, είναι η πειστικότητα αντικειμενικό «μέγεθος» ή όχι;
Έχω την αίσθηση πως, ενώ κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί την ύπαρξη ενός υποκειμενικού στοιχείου στην έννοια της πειστικότητας, ένα minimum consensus όσον αφορά κάποια θεμελιώδη χαρακτηριστικά μιας ερμηνευτικής προσέγγισης είναι (ή πρέπει να είναι) εξίσου υπαρκτό. Σε σημαντικό βαθμό, τα χαρακτηριστικά αυτά χαράσσονται από τον ίδιο τον συνθέτη μέσα από συγκεκριμένες υποδείξεις επάνω στην παρτιτούρα. Αν αυτές οι υποδείξεις αγνοηθούν, τα αποτέλεσμα θα είναι μια εκκεντρική, αλλοπρόσαλη μανιέρα - και δυστυχώς υπάρχουν γνωστοί και μη εξαιρετέοι μουσικοί που στον βωμό μιας εγωτικής ιδιοτροπίας, δεν διστάζουν να ασελγούν σε μουσικές και παρτιτούρες.

Η ερμηνεία της Dinnerstein, για να επανέλθω, ήταν «στα όρια» της ανεκτής για μένα ερμηνείας του Μπαχ. Αλλά ίσως επειδή «πέτυχε» τα όρια των δικών μου «ορίων», ήταν και τόσο ενδιαφέρουσα! Πήρε το ρίσκο της και δικαιώθηκε.

Tuesday, November 17

Youtube: my first attempt...

Είχα, κάμποσο καιρό τώρα, την επιθυμία να "ανεβάσω" στο internet κάτι δικό μου, να μοιραστώ με γνωστούς τε και αγνώστους την χαρά της μουσικής δημιουργίας, στον βαθμό που μου είναι μπορετό να την προσεγγίσω.


Το ενδιαφέρον με την διαδικτυακή "πραγματικότητα" -τουλάχιστον όσον αφορά στην μουσική- είναι ότι εκθέτεις μεν την ψυχή σου "δημοσία" αλλά διατηρείς μια απόσταση απ΄τα πράγματα, κι' αυτό έχει τα καλά του. Το ενδιαφέρον του θεατή/ακροατή (άρα και το δικό σου - του δημιουργού) στρέφεται περισσότερο στο έργο παρά στο πρόσωπό σου, την προσοχή έλκει περισσότερο η ουσία της μουσικής και λιγότερο η επιφάνεια των όποιων εξωτερικών περισπασμών.


Το βέβαιον είναι ότι το ίντερνετ θέτει νέα δεδομένα στην αισθητική θεώρηση της μουσικής, αφής στιγμής η σχέση δημιουργού και ακροατή τίθεται επί νέων, ανεξερεύνητων ακόμα δεδομένων. Κρίσιμες παράμετροι αυτών των δεδομένων είναι η ταχύτητα, η διαδραστικότητα, καθώς και η παράδοξη εκείνη συνύπαρξη (ή και συναίρεση) αμεσότητας και ανωνυμίας, εγγύτητας και απόστασης.

***


Διάλεξα να παίξω ένα μικρό κομματάκι ενός άγνωστου στους πολλούς Βρετανού συνθέτη ονόματι Roger Quilter (1877-1953). Ήταν και σε μένα άγνωστος, ομολογώ, μέχρι που τον "γνώρισα" μέσα από τρεις χαριτωμένες μεταγραφές για πιάνο που συνέθεσε ο Stephen Hough, ένας πολύ αξιόλογος πιανίστας, με πολυσχιδή δραστηριότητα σε ετερόκλητους τομείς.
Το κομμάτι λέγεται "The Fuschia Tree" και δεν είναι τίποτα άλλο από μια βραχύτατη πλην άκρως εκφραστική μελωδία σε σι ελάσσονα.

Ακούγοντας την μουσική αυτή, έρχεται στο νου εκείνος ο "ορισμός" της μουσικής, που συναντά κανείς στο Πλατωνικό Συμπόσιο: "Έστι ουν μουσική περί αρμονίαν και ρυθμόν ερωτικών επιστήμη"...


Ελπίζω να αρέσει σε όσους τύχει να το ακούσουν...

Saturday, November 14

Milhaud and Faure

Σήμερα έφτασαν στ’ αυτιά μου ήχοι και μουσικές Γάλλων συνθετών. Άκουσα το πρωί στην ΕΡΑ 3 (στην πολύ αξιολόγη εκπομπή του Χρήστου Μιχαηλίδη) ένα θαυμάσιο κομμάτι του Darius Milhaud με τον περίεργο τίτλο «Le boeuf sur le toit» (το βόδι στη στέγη). Ήταν μουσική για βιολί και πιάνο – δεν κατάφερα να εξακριβώσω εάν πρόκειται για μεταγραφή. Συγκράτησα ωστόσο πως βιολί έπαιζε ο Gidon Kremer – και το παίξιμό του, ακόμα και μέσα στο πλήθος των ακουστικών περισπασμών της πρωινής οδήγησης, πραγματικά έλαμπε από σπιρτάδα και ζωή. Βρήκα το έργο πολύ ενδιαφέρον, πανέξυπνα γραμμένο και ιδιαίτερα πρωτότυπο.
Το δεύτερο έργο που έτυχε να ακούσω αργότερα σήμερα ήταν η πασίγνωστη Pavane του Gabriel Faure. Αυτή η μελωδία έχει έναν παράξενο και υπαινικτικό ερωτισμό, αλλά και μια αβίαστη φυσικότητα – σαν να προϋπήρχε της σύνθεσής της, σαν ο συνθέτης να την ανακάλυψε έτοιμη και εκ των υστέρων, και απλώς την κατέγραψε.

Και πάλι, το αιώνιο ερώτημα. Από πού έρχεται η μελωδία; Προκύπτει ως αποτέλεσμα μόχθου και κοπιαστικής δουλειάς; Είναι απόρροια πηγαίας ενόρασης ή απροσδόκητης έμπνευσης; Αναδύεται μέσα σε ηχητικές συγκυρίες που την βοηθούν να γεννηθεί; Όλα τα παραπάνω, ίσως;

Τα γράφω αυτά, με την μελωδία της Pavane να ηχεί στα αυτιά μου και είναι, θα' λεγες, σαν να μου ψιθυρίζει να σταματήσω να διερωτώμαι για την προέλευσή της και να αφεθώ, με όση απλότητα μου είναι μπορετό, στην ομορφιά της.
Αυτή η μουσική μιλά με τόση εσωτερική ένταση, τόση γαλήνια ικεσία...