Wednesday, December 16

Nativity Hymns...

Σταχυολογώ ακούσματα αυτής της όμορφης περιόδου:

"Carols from King’s College Choir, Cambridge": Η δυτική χριστουγεννιάτικη μουσική παράδοση είναι μακραίωνη και τεράστια (ίσως ξεπερνά την αντίστοιχη ανατολική), αλλά και .... ζώσα! Γράφονται μέχρι σήμερα υπέροχα τραγούδια και ύμνοι.
Ο συγκεκριμένος δίσκος περιέχει γνωστούς ύμνους. Εν αντιθέσει δε με ό,τι έχει κακώς επικρατήσει ως «άποψη» στην «καθ’ ημάς ανατολή», η δυτική χριστουγεννιάτικη μουσική, εκτός από αριστουργηματική μελωδική γραμμή, διαθέτει επίσης και βαθύτατο θεολογικό νόημα, όπως και ποιητικότατη γλώσσα.

Ακούω επίσης συχνά χριστουγεννιάτικους ύμνους βυζαντινής μουσικής. Δύο είναι οι δίσκοι που εναλλάσσονται στο cd-player: ο πρώτος, με τον τίτλο «Άναρχος Θεός καταβέβηκεν», όπου ψάλλει γλυκύτατα χορωδία υπό τον Κωνσταντίνο Μπιλάλη – πρόκειται για μια πολύ ποιοτική δουλειά, με ωραίο ήχο, που αποπνέει μια σεμνότητα και μια γαλήνη, τόσο ξένη προς την «ψαλτική» μουσική που τόσο βάναυσα κακοποιείται κάθε Κυριακή στους περισσότερους ναούς...
Ο δεύτερος δίσκος, χριστουγεννιάτικοι ύμνοι από την Ελληνική Βυζαντινή Χορωδία υπό τον Λυκούργο Αγγελόπουλο. Για την ΕΛΒΥΧ και τον Αγγελόπουλο έχω πολλά να γράψω, αλλά δεν είναι της παρούσης! Να πω μονάχα, πως θεωρώ την ΕΛΒΥΧ ως την καλύτερη διεθνώς βυζαντινή χορωδία που υπάρχει, τρέφω δε βαθύτατο σεβασμό προς τον Λυκούργο Αγγελόπουλο που αφιέρωσε την ζωή του όλη σε αυτό το εγχείρημα, με τόση αγάπη και τόση αφοσίωση...
Για κάποιον που δεν είναι οικείος προς την βυζαντινή μουσική, νομίζω οι δύο αυτοί δίσκοι αποτελούν μια πολύ καλή εισαγωγή.

Sunday, December 6

Μάνου Χατζιδάκι, "Ρυθμολογία", op. 26

Πρόσφατη ανακάλυψη, η «Ρυθμολογία» του Μάνου Χατζιδάκι, op.26 (Σολίστ, η εξαίρετη Δανάη Καρά, σε μια πολύ καλή ηχογράφηση της Naxos).

Βρήκα το έργο ενδιαφέρον – σίγουρα πιο ενδιαφέρον από την πασίγνωστη «Μικρή Λευκή Αχιβάδα». Για τον γνώστη της κλασικής μουσικής, δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο να εντοπιστούν οι επιρροές του συνθέτη. Νομίζω ότι οι επιδράσεις μουσουργών όπως ο Προκόφιεβ, ο Χίντεμιτ, ο Σατί και άλλων, είναι εμφανείς – και ομολογημένες. Δεν το γράφω με διάθεση επίκρισης! Κάθε άλλο, με συνάρπαζε πάντοτε η διαπίστωση του πόσο ο κάθε συνθέτης «πατάει» πάνω σε ό,τι προϋπάρχει, όλοι ανεξαιρέτως οφείλουν την συνθετική τους πορεία, σε βάσεις και θεμέλια οικοδομημένα από δεκάδες συναδέλφων τους. Αυτό είναι πολυ ωραίο, μου θυμίζει κάτι που λέει ο Pascal, δεν πρέπει –γράφει στις Σκέψεις- να λέμε «το έργο μου», αλλά το έργο «μας», αφής στιγμής το κάθε (καλλιτεχνικό για την περίπτωσή μας) έργο προσθέτει μια πινελιά σε μια ζωγραφιά αρχινισμένη ίσως εδώ και αιώνες – αρχινισμένη μεν, αλλά πάντοτε ημιτελής.
Αυτά σε μια πρώτη «ανάγνωση» της Ρυθμολογίας.

Αυτό που μου έκανε εντύπωση στο έργο είναι η μελωδική τόλμη, η συνειδητή αποφυγή «εύκολων» λύσεων, η πάλη με την διακινδύνευση της ρυθμικής δυσκολίας, και το «αναπάντητο» μιας απορίας, ενός καημού που τρέμει στην κόψη της μελωδικής αβεβαιότητας.

Νιώθω πως είναι κρίμα που ο Χατζιδάκις, ο τόσο χαρισματικός, δεν αφιέρωσε περισσότερο χρόνο στην σύνθεση κλασικής μουσικής – θα έβγαιναν αριστουργήματα απ’ τα χέρια του.

Η Ρυθμολογία είναι έργο νυχτερινό, ακούγεται δίχως φως.

Thursday, December 3

A comment by B.Αργ.

Έλαβα σήμερα ένα ενδιαφέρον "σχόλιο" του Β. Αργ. σε σκέψεις μου της περασμένης εβδομάδας. Το "αναδημοσιεύω" εδώ, για να μην χαθεί στα σχόλια...
Έχω την αίσθηση ότι η καλλιτεχνική δημιουργία όπως και η έμπνευση είναι πολύ δύσκολα ορίσιμες (και η προέλευση τής δεύτερης ακόμα δυσκολότερα προσδιορίσιμη). Το αυτό ισχύει και για τα κριτήρια πειστικότητας (άρα αξίας) μιας ερμηνείας, αφού στην ουσία είναι και αυτή ένα είδος (νέας) δημιουργίας. Η περίφημη "αντικειμενικότητα" στην εκτίμηση της τέχνης είναι κάτι που ποτέ δεν θα υπάρξει... Υπάρχουν όμως δύο σταθερές, που αν δεν οδηγούν στην "αντικειμενικότητα", τουλάχιστον περιορίζουν το αχανές του πλήθους των υποκειμενικών εκτιμήσεων: η πρώτη είναι το consensus των ειδημόνων και η δεύτερη ο χρόνος. Ούτε η πρώτη χωρίς τη δεύτερη, ούτε η δεύτερη χωρίς την πρώτη. Από κοινού οι δύο αυτοί κριτές μπορούν όχι να μας προσδιορίσουν το "γιατί" ένα έργο αξίζει, αλλά να αποφανθούν αν πράγματι αυτό αξίζει ή όχι. Άπαξ και αξίζει, αρχίζει το προσωπικό έργο της κάθε υποκειμενικότητας να εμβαθύνει στην άξια καλλιτεχνική δημιουργία και να ανακαλύψει τον πλούτο της. Ή να πάρει τις αποστάσεις της από αυτό, αναγνωρίζοντας την ασυμβατότητα του γούστου τους. Υπάρχουν πειστικές εξηγήσεις γιατί μια καλλιτεχνική δημιουργία είναι καλή ή όχι... Πλην όμως, όσο συγκεκριμένες και να είναι, παραμένουν σε περιοχές υποκειμενικές ή, στην καλύτερη περίπτωση, περιορισμένα δι-υποκειμενικές. Αντίθετα, οι δύο σταθερές που αναφέραμε, ξεπερνούν κάπως τα όρια του διυποκειμενισμού, έστω κι αν δεν καταφέρνουν να φτάσουν τον χειμερικό στόχο της αντικειμενικότητας. Εξάλλου, αν υπήρχε στην τέχνη αντικειμενικότητα, τότε θα της έλειπε η ελευθερία. Και αν της έλειπε η ελευθερία, τα όρια της ομορφιάς της θα ήταν πολύ στενά...
Β.Αργ.