Saturday, December 20

"Thinking" music...

Ξύπνησα τις προάλλες μέσα στη νύχτα, με μια μουσική να αντηχεί μέσα στο κεφάλι μου. (Ήταν η μεταγραφή για πιάνο του Stephen Hough σε ένα τραγούδι του Quilter). Είναι, βέβαια, εξαιρετικά σύνηθες το φαινόμενο να υπάρχει ή να «κολλάει» μια μελωδία στο νου – συχνά σε ενοχλητικό βαθμό. Αλλά όταν αυτό συμβεί μέσα στον ύπνο έχω παρατηρήσει ότι, προφανώς ελλείψει άλλων ερεθισμάτων, μπορεί το πράγμα να είναι αρκετά πιο έντονο.
Αυτό που μου έκανε εντύπωση τις προάλλες είναι η καθαρότητα της μουσικής που υπήρχε στο κεφάλι μου, η τεράστια εγγύτητα προς το άκουσμά της. Η μελωδία, τα διαστήματα, οι διακυμάνσεις της δυναμικής, όλα "ήταν εκεί".

Δεν είναι, όντως, αξιοπρόσεκτο; Ποια οντολογική υπόσταση έχει άραγε μια μουσική που δεν ακούγεται; Πώς μπορείς να «σκέφτεσαι» ήχους; Πώς, με άλλα λόγια, μπορεί να αναπαράγεται κατά τρόπο όχι ηχητικό μια μουσική; Το ερώτημα έχει ενδιαφέρον, διότι η μουσική υπάρχει στην πραγματικότητα μόνο όταν ακούγεται, ο «κορμός» της υπόστασής της έχει να κάνει με τον ήχο και με τον χρόνο. Όταν «σκέφτεσαι» μια μελωδία ο ήχος καταργείται. Σε ορισμένες, μάλιστα, περιπτώσεις καταργείται και ο χρόνος- αν για παράδειγμα ονειρευτείς μια μουσική.

Ίσως υπάρχουν απαντήσεις σε όλα αυτά, ίσως η ιατρική να έχει προ πολλού επιλύσει τέτοια ζητήματα. Εικάζω ότι, στην περίπτωση των μελωδιών που «ηχούν» στο κεφάλι, δεν είναι η σκέψη που τις κινητοποιεί αλλά η μνήμη. Κατά τον ίδιο τρόπο που μπορούμε να «δούμε» ή να θυμηθούμε μια φωτογραφία, μια εικόνα, ένα περιστατικό, στο επίπεδο της μνήμης εννοώ, κατά παρόμοιο μηχανισμό, υπάρχουν «χώροι» της μνήμης που "ευθύνονται" για τις μουσικές "καταχωρήσεις". Απλή εικασία, βέβαια.

Αλλά το ερώτημα έχει και φιλοσοφικές προεκτάσεις, αρκετά πιο δυσεπίλυτες – και αρκετά πιο ενδιαφέρουσες. Προεκτάσεις που έχουν να κάνουν με την ουσία της μουσικής –εάν αυτή υπάρχει! Κάπου έχει γράψει ο Glenn Gould ότι music is the most unsubstantial substance, και βρίσκω εύστοχο τον αποφατισμό της παρατήρησής του...

Thursday, December 4

The Goldberg Variations: Variation XXV

Ποιά είναι, άραγε, η πιο «προσωπική» μουσική στιγμή του Μπαχ;
Η απάντηση, για μένα, απλή και απερίφραστη: είναι η 25η από τις «Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ». Αλλά στο ερώτημα για ποιο λόγο θεωρώ την συγκεκριμένη Παραλλαγή τόσο προσωπική, η απάντηση ούτε απλή είναι, ούτε απερίφραστη. Γιατί κρύβεται σε κόσμους απροσπέλαστους στον λόγο και την γραπτή εκφορά του. Γεννιούνται, όμως κάποιες σκέψεις μέσα μου και θα ήθελα να τις καταγράψω.

Η Παραλλαγή αρχίζει με δυό νότες του αριστερού χεριού, που μεταβάλλουν ριζικά το προηγηθέν κλίμα, επιφέρουν μια αβαρή στατικότητα, απίστευτα υποβλητική. Ελάχιστες φορές, τόσο λιτά εκφραστικά μέσα έχουν δημιουργήσει τόσο ακαριαία μια τέτοια ατμοσφαιρικότητα. Κι’ ύστερα, έρχεται η μελωδία, τόσο ήρεμα νοσταλγική, τόσο άμεσα εκφραστική αισθημάτων θλίψης και μοναξιάς, ώστε καταλαμβάνει τη διάθεση αιφνίδια – αδύνατον να γλιτώσεις από αυτήν.
Αυτή η μελωδία κάτι λέει. Τί να είναι αυτό; Δεν μπορώ να πω. Αλλά έχω τη βεβαιότητα ότι ο Μπαχ κάτι πολύ συγκεκριμένο είχε κατά νου όταν συνέθετε αυτήν την Παραλλαγή, κάτι πολύ απτό ήθελε να διηγηθεί. Κάτι που εικονίζει με μοναδική ενάργεια "στιγμές" εσωτερικής εγκατάλειψης ενώπιον του πόνου ή του θανάτου, κάτι που σχίζει την ύπαρξη στα δύο, κάποιος που πολύ υποφέρει. Λύτρωση δεν μοιάζει να προκύπτει πουθενά στην Εικοστή Πέμπτη Παραλλαγή: η «ιστορία» της τελειώνει –και πάλι- με δύο νότες του αριστερού χεριού, ένα ρε, ένα σολ, νότες παιγμένες βαριά και πένθιμα, ήχοι απαράκλητης θλίψης.

Η επόμενη Παραλλαγή, η Εικοστή Έκτη, είναι ένας άλλος κόσμος, ένας κεφάτος χορός - ύμνος στην ζωή. Μεταβατικό στάδιο μεταξύ των δύο «άκρων» δεν υπάρχει, και αυτό αποτελεί ίσως την δυσκολότερη στιγμή ολόκληρου του έργου, ερμηνευτικά: η ακαριαία εσωτερική μετάβαση από το έρεβος της Εικοστής Πέμπτης, στην εξωστρέφεια της Εικοστής Έκτης Παραλλαγής.

Ποια ερμηνεία έχει πλησιάσει περισσότερο το πνεύμα της παραλλαγής αυτής; Από όσες έχω ακούσει, θα επέλεγα την ηχογράφηση του Glenn Gould, το 1955. Βρίσκω δε εντυπωσιακό πώς ένας τόσο νέος ηλιακιακά άνθρωπος (ήταν μόλις 33 ετών τότε), κατόρθωσε μια ερμηνεία τέτοιας εσωτερικής βαθύτητας.

Sunday, November 16

Remembering College Hall, London, 1999

Σεπτέμβριος του 1999 σημαίνει για μένα: άφιξη στο Λονδίνο για σπουδές στο Royal College of Music. Μοιάζει απίστευτο που έχουν ήδη περάσει εννέα χρόνια από τότε αλλά στην μνήμη μου (που έχει τους δικούς της χρόνους) όλα είναι ανεξίτηλα αποτυπωμένα σαν να έγιναν πολύ πρόσφατα.
Θυμάμαι λοιπόν σαν να ήταν χθες εκείνο το μουντό φθινοπωρινό πρωινό, που έφτασα στο College Hall – την εστία δηλ. του Κολλεγίου, όπου θα έμενα τα δύο επόμενα χρόνια της ζωής μου. Η Εστία βρισκόταν στο Shepherd’s Bush, ένα μάλλον μέτριο από άποψη ομορφιάς και ασφάλειας προάστιο του δυτικού Λονδίνου: το κτίριο ήταν σχήματος Π, τριών ορόφων, στο μέσον μία υποτυπώδης λιμνούλα. Η πέριξ περιοχή ήταν, σε αντιστοιχία προς τον καιρό, γκρίζα και μίζερη – τα μαγαζιά και τα εστιατόρια, αμφιβόλου καθαριότητας. Το μόνο ενδιαφέρον σημείο της περιοχής ήταν το Ravenscourt Park, ένα συμπαθέστατο, τυπικά λονδρέζικο πάρκο το οποίο διασχίζαμε για να φτάσουμε στον υπόγειο – και από εκεί στο Κολλέγιο, στο South Kensington.
Είναι σαφές πως η πρώτη αίσθηση που γλιστρά μέσα σου ενώπιον μιας τέτοιας πραγματικότητας δεν είναι η θετικότερη δυνατή! Στην θλίψη του περιβάλλοντος χώρου έρχεται να προστεθεί η μοναξιά – είσαι ακόμα άγνωστος μεταξύ αγνώστων-, και η νοσταλγία του τόπου σου και των δικών σου ανθρώπων επιστρέφει πιο επώδυνη. Θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά την πόρτα του δωματίου μου να κλείνει πίσω μου και να μένω μόνος, με δύο μεγάλες βαλίτσες, σε ένα γυμνό και σκοτεινό δωμάτιο. Αρχίζεις να διερωτάσαι τί ακριβώς ήρθες να κάνεις εδώ!
Οι υπόγειοι χώροι της Εστίας ήταν χωρισμένοι σε δωμάτια με κάτι άθλια πιάνα – τα practice rooms, όπως τα λέγαμε. Στον ημιόροφο υπήρχε ένας μεγάλος χώρος με καρέκλες και μια μεγάλη οθόνη τηλεόρασης. Δεξιά της εισόδου, μια μικρή αιθουσούλα συναυλιών με ένα πιάνο με ουρά. Αυτά.
Στους χώρους αυτούς κύλησε μεγάλο μέρος της εκεί ζωής μου. Και βέβαια, οι εντυπώσεις των πρώτων στιγμών αποδείχθηκαν απατηλές – όχι όμως, για τον λόγο αυτό, λιγότερο αληθινές....


Στην Εστία πρωτογνώρισα τους ανθρώπους με τους οποίου έμελλε να δεθώ ιδιαίτερα, με φιλίες που ζουν και καρποφορούν μέχρι σήμερα.
Η ατμόσφαιρα του Κολλεγίου θύμιζε λιγάκι την παλιά τηλεοπτική σειρά Fame. Είμασταν σχεδόν όλοι μουσικοί (υπήρχαν ωστόσο και λιγοστοί [μάλλον άτυχοι...] φοιτητές του Imperial College). Η μουσική ήταν, αναμφίβολα, το συνεκτικό στοιχείο όλων αυτών των τόσο ετερόκλητων ανθρώπων που είχαν μαζευτεί εκεί μέσα από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Μελετούσαμε ώρες πολλές στα practice rooms, κι ύστερα ακούγαμε άλλους που έψαχναν για «κοινό», κι ύστερα πάλι μελέτη, πρόβες κοκ. Δεν ζούσαμε απλώς με μουσική, ζούσαμε την μουσική. Πέρα όμως απ’ τη μουσική, δεν έλειπαν και τα πάρτυ, με αδιάπτωτο κέφι. Ειδικά εμείς οι Έλληνες είχαμε ίσως τα πρωτεία στο ζήτημα αυτό: μαζευόμασταν συνήθως σε κάποια κουζίνα (που ήταν κοινόχρηστοι χώροι) και στήναμε μεγάλα γλέντια. Υπήρχε μια διάχυτη φοιτητική ανεμελιά, υπήρχε αγάπη και αφοσίωση σε αυτό που κάναμε και, επιπλέον, έτυχε να «δέσουμε» όμορφα μεταξύ μας.

Με τον Σπύρο, τη Μόνικα, τη Simona, σύντομα γίναμε αχώριστοι· οι δύο πρώτοι, εξαίρετοι πιανίστες, η τελευταία, μια εκπληκτική Ρουμάνα σοπράνο που σήμερα σταδιοδρομεί στο Λονδίνο. Το πρώτο πράγμα που μου έπαιξε ο Σπύρος λίγο μετά την γνωριμία μας, θυμάμαι, ήταν οι Εικόνες από μία Έκθεση του Μουσόρσκυ – ήταν γι’ αυτόν, αυτό που λένε οι άγγλοι «his white horse». Το ρεπερτόριό του έμελλε να αυξηθεί δραματικά στο Λονδίνο καθώς είχε το χάρισμα να μαθαίνει γρήγορα. Ο Σπύρος έζησε πολύ την δημιουργική χαρά της μουσικής δωματίου, και συνεργάστηκε με πάμπολους μουσικούς –ήταν, για το λόγο αυτό, ο δημοφιλέστερος όλων ημών. Η Μόνικα μελετούσε την τέταρτη σονάτα Προκόφιεβ (την οποία έπαιξε υπέροχα στο τελικό ρεσιτάλ της). Εγώ είχα ξεκινήσει να δουλεύω στον Μπραμς (τα ιντερμέδια έργο 117) και την τελευταία σονάτα του Σούμπερτ. Ήταν μεγάλη ευλογία η ύπαρξη των ανθρώπων αυτών στην δεδομένη χρονική στιγμή. Σ’ αυτούς ήρθε να προστεθεί η Λενιώ, η οποία είχε (και έχει) ιδιαίτερη αγάπη στη σύγχρονη μουσική, πράγμα που την διαφοροποιούσε από όλους σχεδόν τους άλλους. Η Λενιώ έμοιαζε να έχει βρει το «μυστικό» εκείνων των μυστήριων και, για μας, ακατάληπτων ήχων της Gubaidulina (που νομίζω πως μελετούσε εκείνη την εποχή), του Ligetti, του Messian, μάλιστα της χρωστάω τις λιγοστές γνώσεις σύγχρονης μουσικής που έχω. Να αναφέρω ακόμα τον Τίτο, έναν ιδιαίτερα ταλαντούχο πιανίστα με έξοχο μουσικό αισθητήριο (θυμάμαι ακόμα την δουλειά του στις σπουδές Σκριάμπιν ή την ερμηνεία του στην 2η σονάτα Προκόφιεβ, στο ναό του St Martin), την γλυκύτατη Αλεξάνδρα – με την οποία μοιραζόμασταν την ίδια αγάπη για τον Glenn Gould… Αναφέρομαι κυρίως σε Έλληνες, αλλά δεν ήταν λίγοι και οι ξένοι μουσικοί με τους οποίους κάναμε πολύ καλή παρέα και τους θυμάμαι με πολλήν αγάπη.

Περάσαμε αλησμόνητα χρόνια – ίσως τα τελευταία του βίου χρόνια φοιτητικής αμεριμνησίας και ξεγνοιασιάς... Και νομίζω πως όλοι θυμόμαστε το κτίριο εκείνο της Goldhawk Rd με την ίδια νοσταλγία...

Saturday, November 1

The secret of music: Martino Tirimo's Recital

Για τον δάσκαλο Μαρτίνο Τιρίμο έχω γράψει από αυτήν τη θέση στο παρελθόν. Το ρεσιτάλ πιάνου του μεγάλου αυτού πιανίστα που είχα την χαρά να παρακολουθήσω στο Μέγαρο Μουσικής της προάλλες, μου δίνει την ευκαιρία να γράψω δυό λόγια για τον σολίστα Τιρίμο.
Στην πρόσφατη συναυλία του, ο πιανίστας επέλεξε να ερμηνεύσει δύο κολοσιαία έργα της πιανιστικής φιλολογίας: την τελευταία σονάτα του Σούμπερτ και την φαντασία του Σούμαν. Τα δύο μεγάλα έργα πλαισίωναν, στο μεν πρώτο μέρος οι ανάλαφροι χοροί του βιενέζου συνθέτη, στο δε δεύτερο, ένα βραχύ έργο του Περικλή Κούκου. Δύσκολο πρόγραμμα! Δύσκολο για τον πιανίστα αλλά και για το κοινό. Ίσως να είναι αυτή, μία αιτία που το Μέγαρο ήταν μόνο κατά το ήμισυ γεμάτο. Οι σημερινές συνθήκες (στην Ελλάδα τουλάχιστον) δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για μουσική τόσου «όγκου», τόσο ως ουσία όσο και ως διάρκεια.


Επί της ουσίας τώρα: οι χοροί του Σούμπερτ αποδόθηκαν ανάλαφρα, με σαφώς επεξεργασμένη αίσθηση του βιενέζικου ρυθμού και στυλ. Δεν γνώριζα το έργο αλλά το βρήκα εξαιρετικά χαριτωμένο.
Ακολούθησε, όπως είπαμε, η τελευταία σονάτα του ίδιου συνθέτη. Πρόκειται για την μεγαλύτερη σονάτα του (ίσως, μάλιστα, πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα έργα στο είδος του) και πιθανόν η σημαντικότερη όλων. Η ερμηνεία του Τιρίμου ήταν για μένα μια αποκάλυψη. Από κάποιο σημείο και ύστερα συνέλαβα τον εαυτό μου να έχει πάψει να παρακολουθεί το έργο σε μουσικό και ερμηνευτικό επίπεδο: είχε συντελεστεί μια εσωτερική, ανεπίγνωστη στροφή προς ανώτερες υπαρξιακές σφαίρες, πολύ πέρα από όποια stricto sensu μουσική «ανάγνωση». Το πιάνο του Μαρτίνου άγγιξε, στο έργο αυτό, βάθη που μόνο ένας μεγάλος πιανίστας μπορεί να πλησιάσει. Πώς όμως να μιλήσω για αυτά τα βάθη όταν είμαι τόσο ξένος προς αυτά;...


Τα τραγούδια χωρίς λόγια του Κούκου δεν με κέρδισαν εκ πρώτης ακρόασης – παρόλο που εκτιμώ απεριόριστα την μουσική του. Θα ήθελα να το ακούσω και πάλι, ο Κούκος ανήκει στους συνθέτες που αξίζει να τους αφιερώσεις χρόνο.
Και τέλος η Φαντασία του Σούμαν. Δεν ανήκει στα πολύ αγαπημένα μου έργα του Σούμαν (προτιμώ την Creisleriana, ή τα Kinderszenen), αλλά και πάλι, ο Τιρίμος ερμήνευσε το έργο με τόση πειθώ και τόση διαφάνεια ιδεών, ώστε το αποτέλεσμα με κέρδισε πλήρως.
Με το τέλος της Φαντασίας, είχαμε όλοι μεγάλη ανάγκη να ακούσουμε κάτι πιο ελαφρύ! Στο βουβό μας αίτημα, ο Μαρτίνος ανταποκρίθηκε, παίζοντας το πρώτο κομμάτι από τα Kinderszenen και, εν συνεχεία, ένα βαλς του Σοπέν.

Εκείνο το βράδυ, για άλλη μια φορά, συνειδητοποίησα την διαφορά ανάμεσα στον «καλό» και τον «μεγάλο» πιανίστα. Ο πρώτος έχει τεχνική, ερμηνευτική άποψη, ωραίο ήχο. Ο δεύτερος πάει πέρα από αυτά, στοχεύει πέρα και απ’ τη μουσική ακόμα. Για να μπορέσει κανείς να το νιώσει αυτό, απαιτείται ευρύτατη καλλιέργεια: θέλει γνώσεις (ουσιαστικές, όχι ακαδημαϊκές) λογοτεχνίας, ποίησης, ζωγραφικής... Δεν αρκούν οι πολύωρες μελέτες, ούτε τα όποια ακούσματα, ούτε το όποιο ταλέντο. Αυτό, νομίζω, είναι ένα πρόβλημα σήμερα: η λογική της εξειδίκευσης και της μονομερούς ενασχόλησης, οδήγησε στην ανάδειξη πλήθους καλών (ή και εξαιρετικών) πιανιστών· σφράγισε όμως την πρόσβαση σε ανώτερες καταστάσεις – τέτοιες που επιτρέπουν να χαρακτηρίσει κάνεις έναν μουσικό, «μεγάλο».


Υπ’ αυτήν την έννοια, το ρεσιτάλ του Μαρτίνου Τιρίμου, ενός από τους ελάχιστους «μεγάλους» της εποχής μας, στέλνει και ένα μήνυμα προς την νεώτερη γενιά: μήνυμα που έχει να κάνει με τις αληθινές επιλογές, τις συνετές προτεραιότητες.

Sunday, October 5

Byzantine and Russian Church Music in St Tryfon

Σήμερα το πρωί η τηλεόραση είχε απευθείας μετάδοση της Συνοδικής (το λέω καλά;) Θείας Λειτουργίας από τον άγιο Τρύφωνα Παλλήνης. Αφορμή της σύναξης ήταν η άφιξη στην Ελλάδα λειψάνων του αγίου Σεραφείμ του Σάροφ. Στην λειτουργία έψαλλε εκ δεξιών μια αρκετά πολυμελής βυζαντινή χορωδία και εξ αριστερών, μια ρωσική χορωδία - οι δύο χορωδίες έψαλλαν εναλλάξ.
Βρήκα πολύ ενδιαφέρουσα την συνύπαρξη εντός των ίδιων λειτουργικών πλαισίων δύο τόσο διαφορετικών ακουσμάτων. Και μου δόθηκε η ευκαιρία να κάνω μια σύγκριση μεταξύ των δύο ειδών εκκλησιαστικής μουσικής, όχι φυσικά στο επίπεδο μιας ενδεχόμενης υπεροχής της μίας ή της άλλης (θα ήταν ανούσιο κάτι τέτοιο - αν και συχνά επιχειρείται...), αλλά στην διάσταση των ιδιαιτεροτήτων που κάθε άκουσμα έχει.
Η αίσθησή μου ήταν ότι η ρωσική εκκλησιαστική μουσική αγγίζει βαθιά την καρδιά, τουλάχιστον στην συναισθηματική της "εκδοχή". Είναι μουσική με βαθύτατη ευαισθησία, και με μια κρυφή νοσταλγία, τόσο χαρακτηριστική στην ρωσική παράδοση. Από πολλές απόψεις καταλαβαίνω καλύτερα αυτήν την μουσική, διότι οι κανόνες της βασίζονται στο τονικό σύστημα (βλ. κλασική μουσική) και έτσι μπορώ πιο άνετα να την παρακολουθήσω. Επίσης, πρόσεξα ότι η χροιά της φωνής είναι ιδιαίτερη, πιο βαθιά και ίσως πιο "οπερατική". Γενικά, το άκουσμα έχει όγκο και μεγαλοπρέπεια, χωρίς ωστόσο να στερείται (σε μουσικό επίπεδο) μια κάποια πρωτόλεια απλότητα. (Φυσικά, οι Λειτουργίες που έχουν γράψει οι Τσαϊκόφσκυ και Ραχμάνινοφ είναι άλλη ιστορία).
Απ' την άλλη η βυζαντινή μουσική έχει την ιδιαιτερότητα ότι υπάρχουν διάφορες "σχολές" απόδοσης των ύμνων, με σημαντικές μεταξύ τους αποκλίσεις- σε σημείο που, εάν δηλώσεις ότι αγαπάς την βυζαντινή μουσική θα πρέπει να διευκρινίσεις "ποια" απ' όλες έχεις κατα νου! Προσωπικά, βρίσκω την σχολή του Σίμωνα Καρά (με σημερινό συνεχιστή τον Λυκούργο Αγγελόπουλο) ως την αξιολογότερη και πιστότερη όλων. Σήμερα στον άγιο Τρύφωνα τέτοια ήταν η βυζαντινή μουσική που άκουσα.
Η βυζαντινή μουσική έχει έναν αφάνταστο μελωδικό πλούτο - η μελωδική της γραμμή κινείται οριζόντια με κινήσεις που μου θυμίζουν κυματισμό. Υπάρχει ένας εσωτερικός ρυθμός σε αυτήν την μουσική, που δεν έχει σχέση με την μετρική ενός σολφεζ (αλλάζει διαρκώς) αλλά που όμως διέπει συνεκτικά τη σύνθεση. Για τούτο, φαίνεται πως για να ψάλλεις βυζαντινα θα πρέπει να έχεις μια πολύ καλή αίσθηση του ρυθμού.
Επιπλέον, δεν θα χαρακτήριζα την βυζαντινή μουσική ιδιαίτερα συναισθηματική - εδώ εντοπίζω και την κύρια διαφορά της από την ρωσική. Θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί ως περισσότερο "προσευχητική" μουσική, κατά την έννοια ότι ενέχει το στοιχείο της κατάνυξης (όταν βέβαια αποδίδεται σωστά), αφού κουβαλά και μια μακραίωνη παράδοση με βαθιές πνευματικές ρίζες. Ο δε τρόπος της γραφής της είναι ριζικά διαφορετικός από την δυτική μουσική αλλά όχι λιγότερο ενδιαφέρων.
Σήμερα το πρωί μου δόθηκε η ευκαιρία να ακούσω και τις δύο "μουσικές" στον φυσικό τους χώρο (την εκκλησία) και θα έλεγα ότι ήταν αρκετά συγκινητικό να ακούς δύο ήχους τόσο διαφορετικούς, καθένας με το δικό του πνευματικό βάρος, που όμως αμφότεροι αποτελούν τις υψηλότερες δημιουργικές εκφράσεις της σχέσης του ανθρώπου με τον Θεό και την ανάγκης του πρώτου να στραφεί στον δεύτερο, εκφράζοντας μουσικά την προς Εκείνον δοξολογία.

Thursday, September 18

Proms 2008: Nikolai Lugansky plays Rach 3

Φέτος στα Proms του Λονδίνου, παίχτηκαν όλα τα κοντσέρτα για πιάνο του Ραχμάνινοφ, από ιδιαίτερα αξιόλογους καλλιτέχνες. Κατάφερα να ακούσω την εκπληκτική ερμηνεία του Τρίτου Κοντσέρτου από τον μεγάλο Ρώσο πιανίστα Nikolai Lugansky. Η αρχική μου "γνωριμία" με τον Λουγκάνσκι ήταν μέσα από την εξαίρετη δουλειά του πάνω στις Etudes του Chopin. Εν συνεχεία, τον άκουσα στα προπέρσινα Proms αυτή την φορά με το Δεύτερο Κοντσέρτο του Προκόφιεβ, αλλά και σε άλλες συναυλίες και ηχογραφήσεις του.
Αυτό που βρίσκω ιδιαίτερα ελκυστικό στην φυσιογνωμία του είναι η εσωτερική του σοβαρότητα, η οποία αντανακλά κάτι που δεν είναι καθόλου αυτονόητο: το ότι παίρνει στα σοβαρά την μουσική, έχει αίσθημα ευθύνης απέναντί της, πράγμα που φυσικά, "περνά" και στο παίξιμό του. Σπάνια ακούει κανείς τόσο λεπτοτεχνουργημένη μελωδική γραμμή, τόση επιμονή στη λεπτομέρεια (έχω συγκεκριμένα κατά νου το Allegro Scherzando από το τρίτο μέρος του παραπάνω κοντσέρτου του Ραχμάνινοφ), τόση έμφαση στην ανάδειξη αυτού που ο συνθέτης επιθυμεί.
Διακινδυνεύω την εκτίμηση ότι και σαν άνθρωπος, ο Νικολάϊ Λουγκάνσκι θα πρέπει να είναι εξίσου σοβαρός και μετρημένος, ξένος προς κάθε εξεζητημένη εκκεντρικότητα. Μαθαίνω ότι μαθήτευσε δίπλα στην Τατιάνα Νικολάγιεβα, πως είχε ένα σοβαρό ατύχημα που παρα λίγο να του στερήσει την δυνατότητα να παίζει, ότι, παρά ταύτα, με ισχυρότατη δύναμη θελήσεως επανήλθε στο πιάνο κερδίζοντας, μάλιστα, τον φημισμένο διαγωνισμό Τσαϊκόφσκι. Ζει στην Μόσχα με την γυναίκα του και τα δύο του παιδιά... (Μου αρέσει αυτό, η οικογενειακή ζωή για έναν μουσικό είναι "σημείο" εσωτερικής ισορροπίας).
Το Τρίτο Ραχ του Λουγκάνσκι (από το bbc) ήταν εξαίσιο, το άκουσα με μεγάλη συγκίνηση - ίσως και λόγω των προσωπικών "δεσμών" που νιώθω να έχω με το συγκεκριμένο έργο. Πόσο θα ήθελα να ήμουν στο Royal Albert Hall, να μετάσχω και εγώ στις ενθουσιώδεις επεφημίες του κοινού που αποθέωνε για αρκετή ώρα τον μεγάλο αυτό μουσικό!
Θέλω τώρα να βρω λίγο χρόνο να ακούσω τον Stephen Hough (θα γράψω γι' αυτόν κάποια άλλη στιγμή), στο Δεύτερο Κοντσέρτο του ίδιου Ρώσου συνθέτη, επίσης στα φετεινά Proms. Και θα επανέλθω!

Thursday, August 14

contemplating a possible piano recital program...

Μοιάζει να καταλήγω σε ένα πρόγραμμα που, συν Θεώ, θα παίξω κάπου τον επόμενο χειμώνα. Ήθελα εξαρχής να μην παίξω «μεγάλα» έργα αυτήν την φορά – σε διάρκεια εννοώ. Είναι κάποια μικρά κομμάτια που κατά καιρούς έχω μελετήσει για δική μου ευχαρίστηση και σκέφτηκα πως δεν θα ήταν άσχημη ιδέα να τα παρουσιάσω κάποτε σε κόσμο…

Έτσι, η σκέψη μου είναι να παίξω στην αρχή μια σονάτα Μόταρτ, αυτήν σε λα ελάσσονα που τόσο αγαπώ. Είχα παίξει (ακριβέστερα, δοκιμάσει να παίξω...) πριν μια δεκαετία, αλλά, ως γνωστόν, με τα κλασικά έργα δεν «τελειώνεις» ποτέ – πάντα έχουν κάτι καινούριο να σου πουν, κάτι άδηλο να σου φανερώσουν, κάτι κρυφό να σου εκμυστηρευτούν. Μελετώ λοιπόν τον Μότσαρτ με μεγάλη αγάπη. Αλλά και με σαφή μέσα μου επίγνωση του ρίσκου που κρύβει αυτή η μουσική. Μου φαίνεται πως ποτέ δεν θα καταφέρω να παίξω καλά αυτό το έργο, αλλά επιμένω να προσπαθώ. Φαίνεται πως η αγάπη μου είναι μεγαλύτερη από τον φόβο μιας πιθανής αποτυχίας... Και η αγάπη έξω βάλλει τον φόβον - κάπως έτσι δεν το λέει;;


Τα κομμάτια που έχω κατά νου είναι: Σούμπερτ, Impromptu σε σολ ύφεσι, Ravel, Ondine (από τον Gaspard), εν συνεχεία τρία κομμάτια Rachmaninoff, (Etude, Prelude, Moment musical), τρία Prokofiev (from Romeo and Juliet), και, αν μπορέσω, τρεις μεταγραφές…

Ήδη παίζω τα έργα αυτά σε ένα μέτριο επίπεδο. Αλλά η απόσταση που χωρίζει το «άσχημα» από το «μέτρια» είναι ασυγκρίτως μικρότερη από αυτήν που χωρίζει το «μέτρια» από το «καλά». Που σημαίνει ότι έχω πολύ δρόμο μπροστά μου…

Saturday, May 17

Rachmaninoff, again...

Είχα χρόνια να παίξω Ραχμάνινοφ.
Υπήρξε ο αγαπημένος συνθέτης των εφηβικών μου χρόνων και νομίζω πως ήδη στα δεκαπέντε μου χρόνια είχα ακούσει το σύνολο του πιανιστικού του έργου. Είχα εξαρχής ξεχωρίσει το Τρίτο Κοντσέρτο, που τόσο αγάπησα απ’ την πρώτη στιγμή, και που με αξίωσε ο Θεός να παίξω… Αλλά αγάπησα και τα υπόλοιπα κοντσέρτα του, καθώς και ένα σημαντικό μέρος της μουσικής του για πιάνο! Οι (μεγάλες) μελωδικές γραμμές του ήταν τόσο Ρώσικες στο χαρακτήρα, που, ακούγοντας τη μουσική του, ήταν σαν να διάβαζα Ντοστογέφσκι ή Πάστερνακ – το ίδιο ρώσικο πάθος, η ίδια ρωσική μελαγχολία.

Αλλά εδώ και επτά χρόνια δεν μελέτησα τίποτε καινούριο του Ραχμάνινοφ. Νομίζω πως είχα παίξει τις Παραλλαγές Κορέλι στο Λονδίνο το 2001, και έκτοτε... τίποτε.
Προ ενός περίπου μηνός, δεν ξέρω γιατί, αλλά μου γεννήθηκε και πάλι η επιθυμία να παίξω δική του μουσική. Έκανα λοιπόν μια επιλογή 2 πρελουδίων, 2 etudes-tableaux και 2 moments musicaux. Ίσως αυτά θα μπορούσαν να αποτελέσουν το δεύτερο μέρος ενός μελλοντικού ρεσιτάλ – ποιος ξέρει;
Από τα έξι αυτά έργα, νομίζω το αρτιότερο μουσικά είναι το Πρελούδιο σε φα δίεσι ελάσσονα. Ο Neushaus, διάβαζα κάπου, θεωρούσε αυτό το πρελούδιο ως το αξιολογότερο όλων– και έχει δίκιο. Εδώ οι διάρκειες είναι μεγάλες, η μελωδία λιτή, εκφραστική μεγάλου συναισθηματικού βάθους και πλούτου, τόσο στις στιγμές της γαλήνης όσο και στο απελπισμένο ξέσπασμα της μεσαίας ενότητας. Η δυσκολία για τον ερμηνευτή είναι να καταφέρει να πλάσει μια «συνεχή» μελωδία, ένα συνεκτικό «όλον», πράγμα διόλου εύκολο για το πιάνο (ένα βιολί θα μπορούσε πολύ ευκολότερα να αποδώσει αυτή τη μουσική).

Δύσκολα αυτά τα έργα! Απαιτούν πολύωρη αφιέρωση, ανέφικτη για τα δικά μου δεδομένα. Αλλά, ελπίζω πως κάτι θα βγει στο τέλος... Άλλωστε στην μελέτη της μουσικής, το ταξίδι δεν αξίζει λιγότερο απ’ την Ιθάκη. Δεν ξέρω αν θα φτάσω στην Ιθάκη, αλλά τουλάχιστον απολαμβάνω το ταξίδι!

Thursday, March 27

Mozart, Sonata for Two Pianos in D

Άκουγα τις προάλλες την σονάτα του Μότσαρτ για δύο πιάνα σε ρε. (Σε μια ζωντανή ηχογράφηση με Ρίχτερ και Μπρίτεν). Πόση είναι η χαρά που αναβλύζει από το έργο αυτό! Αλλά σκεφτόμουν, καθώς άκουγα, πόσες εκφάνσεις της χαράς ξεπηδούν από τη σονάτα αυτή. Η χαρά εδώ, δεν είναι κάτι μονοσήμαντο, κάτι που προσλαμβάνει μία συναισθηματική μόνο «εκδοχή»· πολύ περισσότερο, η χαρά εδώ εκφράζεται ως καλειδοσκόπιο χρωμάτων, ως ηχητική πανδαισία, ως πληρότητα ζωής.
Και στο αριστουργηματικό τρίτο μέρος (allegro molto), η μελωδική λεπτότητα και ελαφράδα μιλά και πάλι για χαρά – στην πιο ανόθευτη μορφή της. Είχα διαβάσει κάπου πως ένα παιδί μπορεί να ερμηνεύσει Μότσαρτ καλύτερα από έναν μεγάλο. Δεν ξέρω αν αυτό είναι αλήθεια, αλλά στα σίγουρα, η μουσική του Αμαντέους έχει μιαν άπεφθη παιδικότητα που ίσως καλύτερα μπορεί να νιώσει ένα παιδί. Η χαρά της μουσικής του βρίσκεται στην γνήσια, την αληθινή αλλά συνάμα και ανεξήγητη παιδικότητά της.
Κοιτώντας το χαμόγελο ενός παιδιού μπορείς να καταλάβεις πολλά για τον Μότσαρτ...

Thursday, February 28

Richter: the Enigma by Bruno Monsaingeon

Πόσες φορές δεν έχω παρακολουθήσει (με την ίδια συγκίνηση) αυτό το εξαιρετικό ντοκυμαντέρ... Πόσο δεν αιχμαλωτίζουν την καρδιά μου οι αρχικές και τελικές συγχορδίες της τελευταίας σονάτας του Σούμπερτ με τις οποίες αρχίζει και τελειώνει η ταινία... Νομίζω – και ας μου συγχωρεθεί η συναισθηματική υπερβολή- πως πρόκειται για το πλέον πετυχημένο κινηματογραφικά πορτρέτο μουσικού που έχει γίνει ποτέ.

Ο Σβιατοσλάβ Ρίχτερ και ο Γκλεν Γκούλντ είναι οι πιανίστες που περισσότερο με έχουν εμπνεύσει μουσικά. Αυτό είναι ενδιαφέρον, διότι έχουν τελείως διαφορετικές προσωπικότητες, έζησαν τελείως διαφορετικές ζωές (συμπίπτουν στην βαθιά μοναξιά όμως...) και το παίξιμό τους οριοθετεί κόσμους αρκετά ασύμβατους προς αλλήλους. Αλλά, ακριβώς εκεί βρίσκεται το καίριο σημείο που με γοητεύει: στην ετερότητα του ήχου τους. Στο γεγονός δηλαδή πως στο παίξιμό τους έχει τόσο άμεσα «περάσει» το στίγμα της προσωπικότητάς τους, ώστε ακούγοντας τους να μπορείς δίχως δισταγμό να πεις: «Αυτός είναι Γκούλντ» ή «είναι Ρίχτερ». Πράγμα που αποτελεί ζητούμενο στην δική μας εποχή –κατά την οποία πλεονάζουν εξαίρετοι
πιανίστες αλλά μοιάζει να λείπουν οι αυθεντικοί μουσικοί.
Όσον αφορά στο ντοκυμαντέρ, να σημειώσω δυό λόγια και για το ομότιτλο βιβλίο που εξέδωσε ο Bruno Monsaingeon
: το πιο ενδιαφέρον μέρος του βιβλίου (δυστυχώς αμετάφραστο στα ελληνικά) είναι ο πρόλογός του: εκεί, ο συγγραφέας καταγράφει ολόκληρη την ιστορία της γέννησης της ταινίας – και είναι συναρπαστική η αφήγησή του. Συνιστώ την αγορά αυτού του βιβλίου μόνο για τον πρόλογό του.

Έχω μέσα μου μια απορία που θα ΄θελα να γράψω: γιατί όλοι αυτοί οι μεγάλοι πιανίστες (ή έστω πολλοί εξ αυτών) ήταν τόσο ταλαιπωρημένοι ψυχικά άνθρωποι; Γιατί από την ζωή του Ρίχτερ αναβλύζει τόση πίκρα; Γιατί ο μεγαλύτερος (λένε) πιανίστας που υπήρξε ποτέ, έπασχε από κατάθλιψη και στα στερνά του γυρνούσε από ξενοδοχείο σε ξενοδοχείο, αναζητώντας -μάταια- εσωτερική γαλήνη; Γιατί ο Glenn Gould είχε μια τόσο παράξενη και αφύσικη ζωή – κλεισμένος ολημερίς σε ένα στούντιο, ζωή μίζερη και ασφυκτικά πνιγηρή;... Από τις ζωές και των δύο μουσικών μοιάζει να απουσίαζε η γαλήνη, η απλότητα, το φως. Γιατί; Υπάρχουν απαντήσεις;...

Wednesday, February 6

"Romanticism and Tango" for Piano and Cello

Πήγα σε μια ωραία συναυλία την Δευτέρα το βράδυ στον «Παρνασσό». Δύο πολύ καλοί μουσικοί, ο Γιάννης Μιχαηλίδης στο πιάνο και ο Δημήτρης Γούζιος στο τσέλο, έπαιξαν ένα πρόγραμμα με θεματικό άξονα «Ρομαντισμός και Τανγκό».
Επρόκειτο για έναν ενδιαφέροντα συνδυασμό ρομαντικής μουσικής, μεταγραφών του τσελίστα γνωστών θεμάτων από την σύγχρονη μουσική και τον κινηματογράφο, και τανγκό του Πιατσόλα.
Ξεχωρίζω την αισθαντική ερμηνεία του δεύτερου μέρους της σονάτας του Ραχμάνινοφ καθώς και τον εσωτερικό παλμό του τελευταίου έργου, του Libertango – απ’ τα γνωστότερα έργα του Piazzola. Είχα την αίσθηση, πάντως, πως ορισμένες μεταγραφές του Γούζιου δεν «λειτουργούσαν» καλά – εγώ θα τις επεξεργαζόμουν αρκετά διαφορετικά εάν είχα το συγκεκριμένο υλικό.

Η συνεργασία των δύο μουσικών ήταν καθ’ όλα άψογη – παίζουν χρόνια μαζί και αυτό συντελεί στην επίτευξη μιας βουβής εσωτερικής συνεννόησης που κατακτάται μόνο με τον χρόνο. Η συνεννόηση για την οποία μιλώ δεν έχει να κάνει μόνο με τον συγχρονισμό των οργάνων σε ζητήματα tempo· αφορά κυριώτατα στην κοινή ζύμωση του ήχου, στην μουσική σύγκραση της μελωδίας, στην κοινή βιωματική ενατένισή της. Αυτά κατακτώνται μόνο με τον χρόνο – δεν αρκούν οι πρόβες. Την κοινή αυτή συνεννόηση κρατώ κυρίως ως «δώρημα» της συναυλίας αυτής.


Sunday, January 27

Concert

Έλειψα πολύ καιρό!
Είναι αλήθεια ότι ο χρόνος που μπορώ να διαθέσω στην ακρόαση μουσικής φαίνεται πως διαρκώς λιγοστεύει: οι οικογενειακές και επαγγελματικές υποχρεώσεις δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για τέτοιες κατ’ ιδίαν στιγμές.
Υπήρχε όμως ένας ακόμα λόγος...
Την περασμένη Τετάρτη είχα ένα ρεσιτάλ στον «Παρνασσό» και, για άλλη μια φορά, για είκοσι περίπου μέρες προ της συναυλίας, έζησα αυτήν την παράξενη ψυχική στάση απώθησης προς ό,τι έχει σχέση με μουσική. Δεν ήθελα να ακούσω ή να παρακολουθήσω απολύτως τίποτε! Πάντοτε πριν από συναυλίες μου συμβαίνει αυτό και ίσως οφείλεται στο διαρκώς αυξανόμενο άγχος που συσσωρεύεται μέσα μου όσο η κρίσιμη ημερομηνία γίνεται εγγύτερη. Ακόμα και τα έργα που πρόκειται να παίξω σιγά-σιγά αντιπαθώ – στο τέλος πρέπει να καταβάλω σημαντική ψυχική προσπάθεια για να αναστήσω μέσα μου την αγάπη που (φυσικά) τρέφω προς αυτά. Παράξενα πράγματα!
Αν κάποιος τύχει και διαβάσει ποτέ αυτές τις γραμμές και αισθάνεται πως έχει βιώσει αντίστοιχα αντιφατικά και παράδοξα συναισθήματα, τον παρακαλώ να καταθέσει και την δική του μαρτυρία εδώ - θα είναι μια παρηγοριά!
Έτσι, τώρα που η συναυλία τελείωσε, ελπίζω να μπορέσω να επανέλθω με την ίδια αγάπη στο μουσικό μου ημερολόγιο – τουλάχιστον μέχρι τον ερχομό κάποιας επόμενης συναυλίας...