Wednesday, November 25

Simone Dinnerstein plays the "Goldbergs"

Υπάρχουν αποδεκτά «όρια» στην ερμηνεία και, αν ναι, ποια είναι αυτά, τάχα; Αφορμή της απορίας μου, αυτήν τη φορά, η ηχογράφηση που τούτη τη στιγμή ακούω: η αμερικανίδα πιανίστα Simone Dinnerstein παίζει τις Παραλλαγές Goldberg (Telarc). Το ερώτημα προκύπτει αυθόρμητα ακούγοντας μια ερμηνεία του έργου αρκετά (έως πολύ!) διαφορετική από όλες όσες έχει τύχει μέχρι τούδε να ακούσω.

Η Dinnestein έχει έναν πολύ ιδιαίτερο ήχο, υιοθετεί ασυνήθιστα tempi, και δεν διστάζει να πάρει ελευθερίες όταν το κρίνει σκόπιμο ή επιθυμητό. Αποτέλεσμα αυτού είναι ότι η ηχογράφηση έχει το στοιχείο της έκπληξης, που τόσο λείπει από πάμπολλες ηχογραφήσεις πολυπαιγμένων έργων του ρεπερτορίου. Η Simone Dinnerstein έχει γίνει γνωστή στο ευρύτερο κοινό από έναν άλλο θαυμάσιο δίσκο, μια ζωντανή ηχογράφηση ενός ρεσιτάλ που έδωσε στην Γερμανία. Και εκεί είχα την ευκαιρία να θαυμάσω την καινοτομία των ερμηνειών της – και μάλιστα με το «βάρος» της ζωντανής παρουσίασής τους.

Υπάρχουν λοιπόν όρια στην ερμηνεία; Η πρώτη απάντηση που έρχεται στο νου είναι πως τα όρια αυτά καθορίζονται από την πειστικότητα της εκάστοτε ερμηνευτικής επιλογής. Υπάρχουν ερμηνείες που πείθουν και άλλες που αστοχούν. Αλλά, βέβαια, το αμέσως επόμενο ερώτημα είναι ποια τα κριτήρια πειστικότητας της ερμηνείας. Αυτό που φαίνεται άκρως πειστικό για μένα, μπορεί να προκαλέσει την αδιαφορία ή την αντίθεση κάποιου άλλου. Με άλλα λόγια, είναι η πειστικότητα αντικειμενικό «μέγεθος» ή όχι;
Έχω την αίσθηση πως, ενώ κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί την ύπαρξη ενός υποκειμενικού στοιχείου στην έννοια της πειστικότητας, ένα minimum consensus όσον αφορά κάποια θεμελιώδη χαρακτηριστικά μιας ερμηνευτικής προσέγγισης είναι (ή πρέπει να είναι) εξίσου υπαρκτό. Σε σημαντικό βαθμό, τα χαρακτηριστικά αυτά χαράσσονται από τον ίδιο τον συνθέτη μέσα από συγκεκριμένες υποδείξεις επάνω στην παρτιτούρα. Αν αυτές οι υποδείξεις αγνοηθούν, τα αποτέλεσμα θα είναι μια εκκεντρική, αλλοπρόσαλη μανιέρα - και δυστυχώς υπάρχουν γνωστοί και μη εξαιρετέοι μουσικοί που στον βωμό μιας εγωτικής ιδιοτροπίας, δεν διστάζουν να ασελγούν σε μουσικές και παρτιτούρες.

Η ερμηνεία της Dinnerstein, για να επανέλθω, ήταν «στα όρια» της ανεκτής για μένα ερμηνείας του Μπαχ. Αλλά ίσως επειδή «πέτυχε» τα όρια των δικών μου «ορίων», ήταν και τόσο ενδιαφέρουσα! Πήρε το ρίσκο της και δικαιώθηκε.

4 comments:

παρασκευή απόγευμα said...

Νομίζω μια ερμηνεία πείθει κάποιον όταν του γεννά αισθήματα και δεν τον αφήνει αδιάφορο. Ακόμα κι αν ο ερμηνευτής ασελγήσει πάνω στην original εκδοχή του κομματιού. Εξάλλου οι μη ειδήμονες δεν ξέρουμε τις προδιαγραφές του έργου, οπότε μας πείθει (ή όχι) ο ερμηνευτής, κι όχι ο συνθέτης. Έτσι είναι η τέχνη ούτως ή άλλως νομίζω: κάθε έργο, οποιουδήποτε είδους, είναι ανοιχτό στις ερμηνείες του εκάστοτε αποδέκτη. Άλλο θέλει να εκφράσει π.χ. ένας ποιητής, άλλο αυτός που απαγγέλει το ποίημα, κι άλλο τελικά θα καταλάβει ο ακροατής, ο καθένας ανάλογα με την προσωπικότητα και τις εκάστοτε ανάγκες του.

christos makropoulos said...

Αγαπητή Παρασκευή Απόγευμα,

Καταρχάς, ευχαριστώ για τον χρόνο που διέθεσες να διαβάσεις τις σκέψεις μου και τον επιπλέον κόπο στον οποίο μπήκες να τις σχολιάσεις.
Το θέμα είναι τεράστιο και δεν σου κρύβω πως δεν το επεξεργαστεί μέσα μου στον βαθμό που μου επέτρεπε να εκφράσω με σαφήνεια κάποια οριστική τοποθέτηση.
Σκέφτομαι ωστόσο πως κάποιος "μη ειδήμων" δεν έχει πολλά περιθώρια να μιλήσει για "πειστική" ή "μη-πειστική" ερμηνεία, για τον λόγο ότι στερείται γνώσεων που απαιτούνται για να εκφέρει μια τέτοια κρίση. Μπορεί, ασφαλώς, να μας μιλήσει για τα συναισθήματα/σκέψεις που του γέννησε μια (οποιαδήποτε) μουσική - αλλά αυτό είναι άλλης τάξης παρατήρηση!

παρασκευή απόγευμα said...

Νομίζω πως έχεις δίκιο, με αποστόμωσες! :-)

Καλό απόγευμα να 'χεις!

Anonymous said...

Έχω την αίσθηση ότι η καλλιτεχνική δημιουργία όπως και η έμπνευση είναι πολύ δύσκολα ορίσιμες (και η προέλευση τής δεύτερης ακόμα δυσκολότερα προσδιορίσιμη). Το αυτό ισχύει και για τα κριτήρια πειστικότητας (άρα αξίας) μιας ερμηνείας, αφού στην ουσία είναι και αυτή ένα είδος (νέας) δημιουργίας.
Η περίφημη "αντικειμενικότητα" στην εκτίμηση της τέχνης είναι κάτι που ποτέ δεν θα υπάρξει... Υπάρχουν όμως δύο σταθερές, που αν δεν οδηγούν στην "αντικειμενικότητα", τουλάχιστον περιορίζουν το αχανές του πλήθους των υποκειμενικών εκτιμήσεων: η πρώτη είναι το consensus των ειδημόνων και η δεύτερη ο χρόνος. Ούτε η πρώτη χωρίς τη δεύτερη, ούτε η δεύτερη χωρίς την πρώτη. Από κοινού οι δύο αυτοί κριτές μπορούν όχι να μας προσδιορίσουν το "γιατί" ένα έργο αξίζει, αλλά να αποφανθούν αν πράγματι αυτό αξίζει ή όχι. Άπαξ και αξίζει, αρχίζει το προσωπικό έργο της κάθε υποκειμενικότητας να εμβαθύνει στην άξια καλλιτεχνική δημιουργία και να ανακαλύψει τον πλούτο της. Ή να πάρει τις αποστάσεις της από αυτό, αναγνωρίζοντας την ασυμβατότητα του γούστου τους. Υπάρχουν πειστικές εξηγήσεις γιατί μια καλλιτεχνική δημιουργία είναι καλή ή όχι... Πλην όμως, όσο συγκεκριμένες και να είναι, παραμένουν σε περιοχές υποκειμενικές ή, στην καλύτερη περίπτωση, περιορισμένα δι-υποκειμενικές. Αντίθετα, οι δύο σταθερές που αναφέραμε, ξεπερνούν κάπως τα όρια του διυποκειμενισμού, έστω κι αν δεν καταφέρνουν να φτάσουν τον χειμερικό στόχο της αντικειμενικότητας. Εξάλλου, αν υπήρχε στην τέχνη αντικειμενικότητα, τότε θα της έλειπε η ελευθερία. Και αν της έλειπε η ελευθερία, τα όρια της ομορφιάς της θα ήταν πολύ στενά...
Β.Αργ.