Saturday, October 27

Piano Masterclasses with Martino Tirimo: A Window Into Music

...Θυμάμαι με πολλή νοσταλγία τα σεμινάρια πιάνου που παρέδιδε στο Λονδίνο ο Μαρτίνος Τιρίμος, τον καιρό που σπούδαζα στην πόλη αυτή. Για όσους δεν τον έχουν ακουστά, να πω πολύ απλά ότι πρόκειται για έναν από τους αληθινά μεγάλους πιανίστες της εποχής μας. Είχα την τύχη να τον συναναστραφώ και μπορώ να μιλήσω εξίσου ένθερμα και για την ανθρώπινη ποιότητά του: άνθρωπος ζεστός, γλυκύς, με βαθιά καλλιέργεια. Όμορφη ψυχή.

Τα σεμινάρια γίνονταν στο Morley College, ένα (μάλλον παρακμιακό) κολέγιο κάπου στο Waterloo, κάθε Τρίτη βράδυ, και τα παρακολουθούσαν περί τα δέκα άτομα, στην πλειοψηφία τους φοιτητές. Η διαδικασία ήταν η συνήθης για τέτοια σεμινάρια: προεπιλέγονταν τρία άτομα, που είχαν καταλλήλως ετοιμαστεί, και ο Μαρτίνος τούς άκουγε και σχολίαζε – κάτι σαν «ιδιαίτερο ενώπιον κοινού».
Η αίθουσα σχετικά μικρή -στο μέγεθος μιας σχολικής τάξης-, περιμετρικά τζάμια θολά από τη λονδρέζικη υγρασία και το κρύο, στη μέση δύο Steinway, κάπου στο βάθος ένας μαυροπίνακας με πεντάγραμμα.

Τα μαθήματα συχνά εξελίσσονταν σε μουσική μυσταγωγία - όχι τόσο λόγω του επιπέδου των μαθητών όσο, κυρίως, λόγω της αστείρευτης μουσικής έμπνευσης του δασκάλου τους. Ο Τιρίμος μπορούσε κυριολεκτικά να μεταμορφώσει την ερμηνευτική προσέγγιση ενός έργου. Ήταν τόσο εύστοχες οι παρατηρήσεις του, τόσο εύγλωττος ο τρόπος που ανέλυε σημεία της μουσικής, τόσο καίριες οι επισημάνσεις του και η έμφαση του στην ουσιώδη λεπτομέρεια, ώστε τα βράδια της Τρίτης ήσαν για μένα ώρες αληθινά αναντικατάστατες.

Αλλά, το πιο σημαντικό απ’ όλα ήταν ότι, μέσα απ’ τα μαθήματα του Μαρτίνου έπαιρνες μια κάποια γεύση-υποψία της αληθινής ουσίας της μουσικής, με άλλα λόγια, ξέφευγες από τα μαθησιακά πλαίσια του πράγματος, για να εισέλθεις «σε λιμένας πρωτοειδωμένους», εκεί όπου ενοικεί η οντολογία της μουσικής – αυτό που είναι όντως. Συνειδητοποίησα, αίφνης, ότι το ζητούμενο από την ερμηνεία ενός έργου βρισκόταν πέρα και απ’ τις νότες και απ’ τον χρωματισμό, το νόημα ενυπήρχε σε μια «συνολικότητα» που άγγιζε σφαίρες εντελώς απρόσιτες στον λόγο ή ακόμα και το συναίσθημα, απολύτως προσβάσιμες, ωστόσο, από κάποιον (ας μου επιτραπεί να πω), γνώστη του «λόγου των ήχων» - και τέτοιος είναι ο Μαρτίνος Τιρίμος. Πόσο τρομερά σημαντικό είναι αυτό! Ώρες επίμοχθης μελέτης ατελείωτες πάνε περίπατο αν το «παράθυρο» προς την αλήθεια της μουσικής παραμένει αόρατο ή κλειστό. Το ενδεχόμενο μιας αίσθησης ματαιοπονίας είναι υπαρκτό, ίσως και αναπόφευκτο – και προέκυπτε κάποιες φορές και στα σεμινάρια: Ξοδεύεις άπειρο χρόνο για να μάθεις τις νότες, άλλο τόσο για να αποδώσεις όσο μπορείς τις ερμηνευτικές ενδείξεις, και να που είσαι μονάχα στην αρχή. Τουλάχιστον, η «αρχή» αυτή δεν είναι εκ του μηδενός αλλά σημαίνει την είσοδο σε μια άλλη διάσταση, αυτήν για την οποία μίλησα πιο πάνω. Αλλά επειδή δεν είμαστε όλοι τόσο προικισμένοι, ούτε και έχει δοθεί σε όλους αυτό το τάλαντο στον ίδιο βαθμό, δύσκολο είναι να ξεφύγεις από την απογοήτευση με την οποία σε φέρνει αντιμέτωπο η ανεπάρκειά σου. Όπως και να’ χει, η ψυχρολουσία που συχνά παίρναμε όταν παίζαμε στον Τιρίμο τελικά λειτουργούσε ευεργετικά. Διότι, με το τέλος του μαθήματος, το «παράθυρο» ήταν όχι μόνο ορατό αλλά (πολύ συχνά) και ανοιχτό στην θέα ανεξερεύνητων οριζόντων.

Νομίζω, εκεί έγκειται το μεταμορφωτικό «άγγιγμά» του στην μουσική που του παίζαμε εκείνα τα βράδια της Τρίτης, φερέλπιδες εμείς, πλην αδαείς, πιανίστες...






Monday, October 22

On Beethoven's Appasionata

Προχθές, με την καταιγίδα να μαίνεται έξω απ’ το παράθυρό μου, ήρθε ξαφνικά στο νου μου το τελευταίο μέρος της Appasionata –μιας από τις ωραιότερες σονάτες για πιάνο του Beethoven. Δεν ξέρω (ποτέ δεν ξέρω) ποιοι ήταν οι αόρατοι συνειρμοί που με έφεραν σ’ αυτή τη μουσική, ήταν όμως η ίδια αυτή μουσική που συνειρμικά μου θύμησε το φοβερό περιστατικό που αφηγείται ο Ferdinand Ries, μαθητής του Beethoven, ο οποίος και έζησε μιαν εκπληκτική εμπειρία σχετικά με το έργο τούτο.
Αντιγράφω από την «Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος» του Π. Κανελλόπουλου το σχετικό απόσπασμα σε (λίγο άτσαλη) δική του μετάφραση. Αφηγείται, λοιπόν, ο Ries: «Σ’ έναν περίπατο, όπου περιπλανηθήκαμε τόσο, ώστε επιστρέψαμε στο Dobling, όπου κατοικούσε ο Μπετόβεν, μόλις στις οκτώ, μουρμούριζε σ’ όλο το δρόμο με τον εαυτό του ή και ούρλιαζε πού και πού, όλο κι’ από την αρχή, δίχως να τραγουδάει ορισμένες νότες. Όταν τον ρώτησα τί πράγμα ήταν αυτό, μου είπε: ‘Μου ήρθε ξαφνικά στο νου ένα θέμα για το τελευταίο allegro της Σονάτας’ [εννοεί την Απασιονάτα]. Όταν μπήκαμε στο δωμάτιο, έτρεξε δίχως να βγάλει το καπέλο του στο πιάνο. Εγώ κάθησα σε μια γωνιά και γρήγορα με ξέχασε. Τουλάχιστον μία ώρα εμάνιαζε επάνω στο νεό, τόσο ωραίο Φινάλε της Σονάτας αυτής. Τέλος σηκώθηκε, ξαφνιάστηκε, βλέποντάς με ακόμα εκεί, και είπε: ‘Σήμερα δεν μπορώ να σας δώσω μάθημα. Πρέπει ακόμα να εργασθώ...’».

Και σχολιάζει πολύ όμορφα ο Κανελλόπουλος: «Τί ευτυχισμένος πρέπει να’ταν ο Φέρντιναντ Ρίης, είκοσι μόλις ετών την ώρα εκείνη (1804)! Παρευρέθηκε – πράγμα, που είναι ζήτημα, εάν έχει συμβεί άλλη φορά σ’ ολόκληρη την ιστορία του κόσμου – στην σύλληψη και, ύστερα, στην γέννηση ενός θαυμάσιου ‘τέκνου’ μιας μεγαλοφυίας»...

Wednesday, October 17

Mozart, Piano Concerto no 17, K 453

Όντας στην “ατμόσφαιρα” του βιβλίου για τον Μότσαρτ (βλέπε παρακάτω), άκουσα στο αυτοκίνητο το Κοντσέρτο για Πιάνο με αριθμό 17, Κ 453. Είχα πολλά χρόνια να ακούσω το έργο (θυμάμαι ήταν μια απ’ τις πρώτες (πάλαι ποτέ) κασέτες ήχου που αγόρασα...) και μου έκανε εντύπωση ότι ανακάλυψα καινούρια «κοιτάσματα», που είχαν διαφύγει της προσοχής μου στο παρελθόν. (Παρένθεση. Aυτό φαίνεται πως ισχύει γενικώτερα: Ακούς, για παράδειγμα, ένα μουσικό έργο και η αρχική αίσθηση που σου αφήνει είναι ίσως ουδέτερη. Τυχαίνει να ξανακούσεις το ίδιο έργο κάποια άλλη στιγμή, ίσως μετά από χρόνια, και ακαριαία σε γοητεύει! Φαίνεται πως υπάρχει κάποια άδηλη στιγμή κατά την οποία ο «χρόνος» του έργου τέμνει τον δικό σου – και το αποτέλεσμα είναι αυτή η άμεση μεταστροφή των αισθημάτων προς αυτό).

Θέλω να σταθώ στο Δεύτερο Μέρος του έργου (Andante), που είναι και το πιο αξιόλογο, κατά τη γνώμη μου. Βρήκα πολύ ενδιαφέρον το γεγονός ότι στο μέρος αυτό υπήρχαν σαφώς οριοθετημένες «στιγμές» (που χωρίζονταν από αρκετά μεγάλες παύσεις) καθεμιά από τις οποίες είχε τον δικό της ιδιαίτερο χαρακτήρα, χωρίς ωστόσο να στερεί την ενότητα και την ομοιογένεια από το σύνολο.
Έτσι, μετά την αρχική έκθεση του λιτού θέματους, έχουμε μια πρώτη δραματική έκρηξη (νομίζω σε σολ ελάσσονα). Εν συνεχεία, σειρά έχει ένα τοπίο μοναξιάς και θλίψης: το πιάνο, μόνο, παίζει την μελωδία (σε ρε ελάσσονα) η οποία έχει μια μοναδική λιτότητα, στην έκφρασή της. Από τέτοιες μελωδίες είναι αδύνατον να ξεφύγεις, αιχμαλωτίζουν τη διάθεσή σου όπως η μουσική υπόκρουση μιας ταινίας - υπό μία έννοια μεταμορφώνουν τη ζωή σε «ταινία», εφόσον μεταθέτουν την δεδομένη σχέση μας με τα πράγματα και τον κόσμο, στη δική τους αισθητική διάσταση. Ο χρόνος και ο τρόπος της μελωδίας εισβάλλει μεταμορφωτικά στον χρόνο και τον τρόπο της ζωής.
Τέλος, έρχεται μια μετατροπή λυτρωτική (σε μί ύφεση μείζονα;), σχεδόν θριαμβευτική, που οδηγεί στην ολοκλήρωση του μέρους.

Η ποικιλία των εικόνων, η διακριτότητα της εναλλαγής τους και η σχέση που τις συγκροτεί σε σύνολο, αυτά ήταν τα στοιχεία που με εντυπωσίασαν σε αυτό το μέρος.

Πιανίστας στην ηχογράφησή μου είναι ο Alfred Brendel, τον οποίο θεωρώ καλό ερμηνευτή αυτής της μουσικής (με Marriner και St Martin-in-the Fields).

Sunday, October 14

Robbins-Landon: "1791: Mozart's Last Year"

Τελείωσα σήμερα ένα ενδιαφέρον βιβλίο κάποιου H. C. Robbins Landon, με τίτλο: "1791: Mozart's last year" (Flamingo Editions). Πρόκειται για μια αναλυτική περιγραφή του τελευταίου - και κατά τα φαινόμενα πιο συνταρακτικού - έτους της ζωής του συνθέτη. Το χρονικό συνδυάζει εύστοχα την αμεσότητα και ζωντάνια του ύφους με μια αυστηρά ακαδημαϊκή προσέγγιση, πράγμα όχι αυτονόητο!

Σημεία που συγκράτησα από την ανάγνωση: η συγκλονιστική περιγραφή της "γέννησης" του Requiem: γνώριζα βέβαια το αληθινό ιστορικό πλαίσιο, όχι όμως και το γεγονός ότι έχει σωθεί μέχρι σήμερα τέτοιο πλήθος (συχνά ετερόκλητων) πηγών γύρω απ' το ζήτημα. Δεν γνώριζα, φερ' ειπείν, ότι η "μυθοποίηση" του έργου είχε ξεκινήσει σχεδόν με το θάνατο του Μότσαρτ ή ότι η αλήθεια αποκαταστάθηκε μόλις το 1964 - δηλ. 172 χρόνια μετά την πρώτη έκδοση του αριστουργήματος.

Ο συγγραφέας θεωρεί ότι ο πρώιμος θάνατος του Μότσαρτ υπήρξε η μεγαλύτερη τραγωδία στην ιστορία της μουσικής. (Με πόσο σαρκασμό, σκέφτομαι, δεν θα αντιτασσόταν ο Glenn Gould σ' αυτή την δήλωση!). Η ανάγνωση των συνθηκών του θανάτου του, η συνειδητοποίηση του τρομερού μόχθου που ο άνθρωπος αυτός κατέβαλλε για να τελειώσει το έργο, η πεποίθηση του ιδίου ότι, εάν ζούσε περισσότερο, θα μπορούσε απερίσπαστος από μέριμνες βιωτικές (του προσφέρθηκε μια καλή θέση λίγες μέρες προ του θανάτου του) να "αφήσει ελεύθερη" τη φαντασία του, όλα αυτά δεν γίνεται να μην αφήσουν στην καρδιά το στίγμα μιας βαθύτατης πίκρας για το αμετάκλητο της απώλειας. Αλήθεια, πόσες γενεές γενεών δεν παρέσυρε η πλημμυρίδα των συναισθημάτων στο άκουσμα της μουσικής του; Και, σε πόσες γενιές ακόμα, όταν η δική μας θα έχει προ πολλού εκλείψει, δεν επιφυλάσσεται τούτο το δώρο;

Θα ήθελα να μεταφέρω -έτσι, για προβληματισμό- το μέγα (και αναπάντητο) ερώτημα που θέτει η Caroline Pichler, ποιήτρια που γνώριζε και συναναστρεφόταν τον συνθέτη. Εκφράζει, λοιπόν, στα ημερολόγιά της, την ακόλουθη απορία (μεταφράζω πρόχειρα): "Ό,τι είχε να παρουσιάσει ο Μότσαρτ στους άλλους [σε επίπεδο ανθρώπινης επικοινωνίας] ήταν κάτι ανόητα αστεία, και, γενικά, έναν ανεύθυνο τρόπο ζωής - κι' ωστόσο, τί βάθος, τί κόσμοι φαντασίας, αρμονίας, μελωδίας και συναισθημάτων δεν κρύβονταν πίσω από αυτό το κέλυφος! Άραγε, μέσα από ποια διεργασία εσωτερικής αποκάλυψης προερχόταν η κατανόηση του τρόπου δημιουργίας τέτοιων γιγαντιαίων αποτελεσμάτων, και της έκφρασης με νότες τέτοιων αισθημάτων, σκέψεων και παθών (passions) που "έσυραν" τον ακροατή να νιώσει τόσο βαθιά;"


Με ποιον τρόπο, άραγε, συνυπήρχε στον Μότσαρτ το βάθος της μουσικής μεγαλοφυίας με την φαινόμενη ρηχότητα της εν γένει συμπεριφοράς; Πώς μπορεί να κατανοηθεί μια τέτοια υπαρξιακή αντίθεση; Είναι το πρώτο ερώτημα. Και ένα δεύτερο: από πού πήγαζε η τεράστια εκφραστική δύναμη του ανθρώπου αυτού, σε ποιες απρόσιτες απεραντοσύνες ξανοιγόταν η φαντασία του, και πώς τόσο εύκολα και με τόση ακρίβεια έδινε σχήμα, γλώσσα και μορφή που μπορούσε να "πει" την απεραντοσύνη, ντύνοντας με ήχους το άπειρο;

Δίχως απάντηση τα ερωτήματα, δίχως λύση το αίνιγμα της μορφής του.