Thursday, November 29

a "thought" on Pascal...

Λέει κάπου ο Pascal ότι δεν θα θα πρέπει να μιλά κανείς για το έργο του σε πρώτο ενικό (η μουσική μου, το κείμενό μου κοκ) αλλά σε πρώτο πληθυντικό, καθώς κάθε πνευματικό δημιούργημα κουβαλά εντός του πλήθος ανθρώπων που προηγήθηκαν και των οποίων η πνευματική προσφορά δεν εξαντλείται στο δικό τους έργο αλλά κυοφορείται μυστικά (ή και φανερά) στο νου και την έκφραση των κατοπινών.


Η πρόταση του Πασκάλ δεν περιγράφει απλώς μια αναμφίλεκτη αλήθεια· θέλει, νομίζω, να «δείξει» προς ένα φρόνημα – την στάση που καλόν είναι να τηρεί ο δημιουργός απέναντι στο έργο του: αυτό δεν είναι ατομικό του αυθύπαρκτο κατασκεύασμα – αιτία ελλοχεύοντος κομπασμού και έπαρσης, είναι ένα λιθαράκι προσωπικής συνεισφοράς σε κάτι που υπάρχει ήδη και που αποτελεί συλλογικό πνευματικό κατόρθωμα, ζώντων και τεθνεώτων. Αυτό δεν μειώνει το προσωπικό στοιχείο, την ιδιαιτερότητα του κάθε δημιουργού ή την (πιθανή) ριζική πρωτοτυπία του έργου. Μεταθέτει ωστόσο το προσωπικό, το ιδιαίτερο, το ριζικά νέο, στη διάσταση ενός φρονήματος απλότητας και ταπείνωσης, η οποία τα ομορφαίνει χωρίς να τα αναιρεί.

Friday, November 23

Marc-Andre Hamelin and his Cadenza on Lizst's 2nd Rhapsody

Παρασκευή απόγευμα, η κατ’ εξοχήν ώρα κατά την οποία την κόπωση της ημέρας, της ώρας και της εβδομάδας αντιπαλεύει ο ενθουσιασμός (το κοντινότερο στη λέξη excitement ουσιαστικό που διαθέτει η Ελληνική), το φτερούγισμα της καρδιάς μπρος στο επερχόμενο διήμερο. Οι ρυθμοί και ο τρόπος της ζωής παρασύρουν (έτσι το νιώθω) σε μια ατέρμονα μελλοντική ενατένιση του επερχομένου, εις βάρος μιας παροντικής βίωσης του γενομένου. (Ή μήπως είναι καθαρά προσωπικό το στοίχημα;)
Εν πάση περιπτώσει...

Άκουγα αυτές τις μέρες, για πολλοστή φορά, την cadenza που έγραψε ο πιανίστας Marc-Andre Hamelin στην Δεύτερη Ουγγρική Ραψωδία του Lizst. Σκέφτομαι πως είναι ωραίο να μπορεί κάποιος ερμηνευτής να συνθέτει ο ίδιος την cadenza του έργου που παίζει (αυτό ισχύει κατά βάση για τα κλασικά κοντσέρτα), για δύο λόγους: πρώτον, του δίνεται η δυνατότητα να «λειτουργήσει» ως συν-δημιουργός, καταθέτοντας μια δική του «πρόταση» –πέρα απ’ την ερμηνευτική. Δεύτερον, η απόπειρα γραφής μιας τέτοιας μουσικής αποτελεί μια καλή «εισαγωγή» στον κόσμο της σύνθεσης, αφης στιγμής έχει κανείς στα χέρια του κάποιο δεδομένο πρωτογενές μουσικό υλικό και πάνω σ’ αυτό χτίζει, άρα τα πράγματα είναι κάπως πιο εύκολα.

Η cadenza του Hamelin έχει φαντασία, ευρηματικότητα, και, προ πάντων, ρίσκο: αποφεύγεται η πεπατημένη της ρομαντικής «σύμβασης» του έργου, καθώς ο πιανίστας συνδυάζει τα προηγηθέντα θέματα με μια εκφραστική τόλμη που είναι μεν ριψοκίνδυνη (αφού είναι υπαρκτός ο κίνδυνος της αναίρεσης σύνολου του έργου) αλλά, που, εν προκειμένω, τον δικαιώνει αφού το προσωπικό στοιχείο της συμβολής συμπορεύεται, οριακά έστω, με το «πνεύμα» της ραψωδίας. Στους αντίποδες βρίσκεται η αντίστοιχη δεξιοτεχνική πλην συμβατική απόπειρα των Horowitz και Volodos. (Μπορεί κανείς να βρει την ραψωδία με τον Hamelin και στον δικτυακό χώρο youtube.com).

Ο Hamelin αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση μουσικού, που μου έχει κινήσει το ενδιαφέρον τελευταίως και σκοπεύω να επανέλθω, αφού ακούσω και την ηχογράφηση που έκανε σε έργα Alkan.

Thursday, November 15

Childhood Memory

Οφείλω την αγάπη μου στην κλασική μουσική σε ένα έργο.
Θα πρέπει να ήμουν δώδεκα ετών όταν, εξερευνώντας την μικρή δισκοθήκη του σπιτιού, ανακάλυψα ένα γαλάζιο κουτί που περιείχε κάμποσους δίσκους με μουσική Τσαϊκόφσκι, παιγμένη από Κάραγιαν και Φιλαρμονική Βιέννης. Ο πρώτος δίσκος που έβαλα να ακούσω ήταν το Πρώτο Κοντσέρτο για Πιάνο. Σολίστ, ο Σβιατοσλάβ Ρίχτερ.
Δυσκολεύομαι να περιγράψω τα συναισθήματα που με κατέκλυσαν στο άκουσμα αυτής της μουσικής. Ήταν σαν ένας πρωτόγνωρος κόσμος ήχων και αισθημάτων να εισέβαλε μέσα μου καταλαμβάνοντας πλήρως το είναι μου. Δεν ξέρω πόσες δεκάδες ή εκατοντάδες φορές άκουσα από τότε εκείνον το δίσκο. Γεγονός πάντως είναι ότι, λίγο μετά το παρθενικό εκείνο άκουσμα, μου γεννήθηκε η επιθυμία να παίξω το έργο, είχα μάλιστα το θράσος να ζητήσω απ’ τον πατέρα μου να αγοράσει τις νότες! Έκτοτε, άκουγα πάντοτε το έργο παρακολουθώντας τις νότες, έφτασα δε στο σημείο να γνωρίζω όλο το έργο απ’έξω – θα μπορούσα να γράψω από μνήμης το μέρος του πιάνου. Φυσικά, δεν κατάφερα να παίξω το έργο. Λίγα ήταν τα σημεία του που μπορούσα να τιθασεύσω. Αλλά η παρουσία του Κοντσέρτου στη ζωή μου νομίζω ότι υπήρξε καθοριστική για την έλξη που έκτοτε ένιωσα προς τη μουσική και δη προς το πιάνο αλλά και την μετέπειτα πορεία μου.
Θυμάμαι πως έβρισκα το μέρος του πιάνου τόσο απίθανα γραμμένο, τόσο εντυπωσιακά δύσκολο, τόσο όμορφο, ώστε η όποια, ατελής και αφελής, προσπάθειά μου να συλλαβίσω τις νότες στο πιάνο, μου γεννούσε μέγα ενθουσιασμό.
Σίγουρα, ήταν η πρώτη του βίου αληθινή γνωριμία με το Ωραίο αλλά και η πρώτη στη ζωή αφύπνιση του συναισθηματικού κόσμου. Μεγάλη υπόθεση!

Μέχρι σήμερα, στο άκουσμα των εναρκτήριων επιβλητικών συγχορδιών του πιάνου (Allegro ma non troppo e molto maestoso), νιώθω την ίδια με τότε πλημμυρίδα συναισθημάτων, μαζί και μια κάποια κρυφή νοσταλγία για τα παιδικά χρόνια και τα παρθενικά ακούσματα που τα αγκάλιασαν.

Thursday, November 8

Thoughts on the Nature of Tonality

Μιλούσα με μια φίλη μουσικό από τη Θεσσαλονίκη, η οποία μου μετέφερε μια πολύ ενδιαφέρουσα παρατήρηση κάποιου κοινού γνωστού –επίσης μουσικού: κάθε μουσικός φθόγγος, έλεγε η παρατήρηση, έχει μια ιδιαίτερη «υπόσταση», παραπέμπει σε κάποιο εντελώς δικό του σημαινόμενο. Βρήκα την πρόταση συναρπαστική και είχα εξαρχής την αίσθηση ότι περιέγραφε μια αλήθεια – όσο και αν αυτή ήταν εξαιρετικά αόριστη και συγκεχυμένη.

Ο δικός μου προβληματισμός είχε ξεκινήσει από το ζήτημα της επιλογής της τονικότητας ενός έργου και τις συνέπειες που έχει μια αλλαγή σε αυτήν [transposition]: Το αποτέλεσμα θα είναι απολύτως ίδιο αλλά και απολύτως άλλο! Όσο εξηγήσιμο είναι το πανομοιότυπο του αποτελέσματος, άλλο τόσο ανεξήγητη είναι η διαφορετικότητα που τελικά προκύπτει.
Τί, λοιπόν, ορίζει την ιδιαιτερότητα κάθε τονικότητας, κάθε ήχου ή φθόγγου; (Δεν αναφέρομαι στην φυσική/μαθηματική αλλά την εσωτερική διάσταση). Υπάρχουν ποικίλες «συναισθηματικές ιδιότητες» που έχουν κατά καιρούς δοθεί σε νότες αλλά δεν υπάρχει κανένα απολύτως επιχείρημα που να τις πλαισιώνει. (Για ποιο λόγο να δεχτώ ότι η Μι ελάσσονα είναι «τραγικότερη» από την Μι ύφεσι κοκ;)

Αλλά το ερώτημα παραμένει:
Γιατί επιλέγεται μια τονικότητα και όχι κάποια άλλη; Γιατί ο Μότσαρτ γράφει την Μεγάλη Λειτουργία του σε Ντό ελάσσονα και όχι σε Ρε; Με ποιο κριτήριο συνθέτει ο Ραχμάνινοφ το Τρίτο κοντσέρτο σε Ρε ελάσσονα;
Ριψοκινδυνεύω την εξής (ίσως βλακώδη) εικασία: φαίνεται πως υπάρχει κάποιοι αδιόρατη σχέση ανάμεσα στην εκάστοτε μουσική έμπνευση και την πραγμάτωσή της σε συγκεκριμένη τονικότητα. Η μελωδία «συλλαμβάνεται» σε συγκεκριμένη τονικότητα και σε αυτήν αποτυπώνεται. Το ποια θα είναι αυτή η τονικότητα φαίνεται πως έχει σχέση με το ίδιο το περιεχόμενο της εκάστοτε μουσικής. Με άλλα λόγια: η μουσική υπαγορεύει την τονικότητα. Το κάθε έργο γεννιέται «μιλώντας» την γλώσσα μιας «μητρικής» τονικότητας.

Είναι αλήθεια ότι οι έγκυροι μουσικολόγοι έχουν ερευνήσει σε βάθος τους «λόγους» της εκάστοτε τονικότητας, στα έργα των μεγάλων συνθετών. Φερ' ειπείν, ο Alfred Einstein, στο εξαιρετικό βιβλίο του «Mozart, his character, his work» αφιερώνει ένα κεφάλαιο στο ζήτημα: Mozart’s choice of keys.
Αλλά φαίνεται ότι, για άλλη μια φορά, μόνο «περιφερειακές» απαντήσεις μπορούν να δοθούν στα ερωτήματα αυτά. Ο κεντρικός πυρήνας του ζητήματος φαντάζει απροσπέλαστος.

Friday, November 2

On Bach's Second Partita

Από τις παρτίτες για πιάνο του Μπαχ περισσότερο αγαπώ την Δεύτερη. Επέλεξα να την παίξω στο δίπλωμά μου, το 1997, και, δίχως να την έχω έκτοτε ξανααγγίξει, την μελετώ και πάλι τώρα (δέκα χρόνια μετά...).
Η μουσική του Μπαχ (όπως και κάθε μουσική αυτής της περιόδου) παρέχει στον ερμηνευτή ανεξάντλητα αποθέματα ερμηνευτικών επιλογών: δεν είναι, θαρρώ, μόνο η ανυπαρξία δυναμικών ή άλλων ενδείξεων που χαρίζει την απλοχωριά αυτή. Είναι κάτι ουσιαστικότερο – πρόκειται για την ίδια την υφή της μουσικής που την καθιστά ιδιαίτερα εύπλαστη στα χέρια και το νου ενός πιανίστα με φαντασία.

Το πρώτο μέρος αρχίζει με ένα Grave-Adagio σε ντο ελάσσονα. «Αυστηρές» συγχορδίες, ατμόσφαιρα σκοτεινή, μελωδία που ψάχνει σπασμωδικά το δρόμο της, μέχρι που τον βρίσκει στο andante που ακολουθεί: εδώ αρχίζει ένας μακρύς μονόλογος –σαν να απελευθερώνεται ο «σπασμός» του εναρκτήριου adagio και να ξεχύνεται ελεύθερη πια η αφήγηση της ιστορίας που είχε, κομπιαστά, αρχινήσει. Έξαφνα, το andante δίνει τη θέση του σ’ ένα (εικαζόμενο) allegro, οπότε η ταχύτητα και η ένταση πολλαπλασιάζεται κατά τρόπο εκρηκτικό (έτσι, τουλάχιστον, μ' αρέσει να το βλέπω!), μέχρι το τελειωτικό κορύφωμα της ελαττωμένης συγχορδίας που σημαίνει την κατάληξη του πρώτου αυτού συναρπαστικού μέρους.

Αλλά το κορυφαίο σημείο του έργου είναι η αργή Sarabande. Η μουσική εδώ προσλαμβάνει μια ψυχική εσωτερικότητα της οποίας το νόημα δεν προσεγγίζεται περιγραφικά, μόνο βιώνεται με τους δικούς του όρους. Συχνά μου έχει τύχει, ακούγοντας ή παίζοντας Μπαχ, να βρεθώ απέναντι σε στιγμές τέτοιων εσωτερικών αποκαλύψεων. Ίσως η κορυφαία όλων να είναι η Εικοστή Πέμπτη Παραλλαγή από τις «Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ» - αλλά ας μη μιλήσω τώρα γι’ αυτήν.
Άραγε, τί να ένιωθε ο Μπαχ όταν έγραφε αυτήν την Sarabande; Μέσα από ποια απάτητα μονοπάτια οδηγήθηκε σ’αυτήν; Να προέκυψε ως αποτέλεσμα συστηματικής επεξεργασίας ή στιγμαίας έμπνευσης; Κι όταν το μέρος ολοκληρώθηκε και παίχτηκε για πρώτη φορά, να’ χε, άραγε, ο Μπαχ αίσθηση πως κάτι πραγματικά σημαντικό είχε μόλις συντελεστεί για την ανθρωπότητα;;