Sunday, November 16

Remembering College Hall, London, 1999

Σεπτέμβριος του 1999 σημαίνει για μένα: άφιξη στο Λονδίνο για σπουδές στο Royal College of Music. Μοιάζει απίστευτο που έχουν ήδη περάσει εννέα χρόνια από τότε αλλά στην μνήμη μου (που έχει τους δικούς της χρόνους) όλα είναι ανεξίτηλα αποτυπωμένα σαν να έγιναν πολύ πρόσφατα.
Θυμάμαι λοιπόν σαν να ήταν χθες εκείνο το μουντό φθινοπωρινό πρωινό, που έφτασα στο College Hall – την εστία δηλ. του Κολλεγίου, όπου θα έμενα τα δύο επόμενα χρόνια της ζωής μου. Η Εστία βρισκόταν στο Shepherd’s Bush, ένα μάλλον μέτριο από άποψη ομορφιάς και ασφάλειας προάστιο του δυτικού Λονδίνου: το κτίριο ήταν σχήματος Π, τριών ορόφων, στο μέσον μία υποτυπώδης λιμνούλα. Η πέριξ περιοχή ήταν, σε αντιστοιχία προς τον καιρό, γκρίζα και μίζερη – τα μαγαζιά και τα εστιατόρια, αμφιβόλου καθαριότητας. Το μόνο ενδιαφέρον σημείο της περιοχής ήταν το Ravenscourt Park, ένα συμπαθέστατο, τυπικά λονδρέζικο πάρκο το οποίο διασχίζαμε για να φτάσουμε στον υπόγειο – και από εκεί στο Κολλέγιο, στο South Kensington.
Είναι σαφές πως η πρώτη αίσθηση που γλιστρά μέσα σου ενώπιον μιας τέτοιας πραγματικότητας δεν είναι η θετικότερη δυνατή! Στην θλίψη του περιβάλλοντος χώρου έρχεται να προστεθεί η μοναξιά – είσαι ακόμα άγνωστος μεταξύ αγνώστων-, και η νοσταλγία του τόπου σου και των δικών σου ανθρώπων επιστρέφει πιο επώδυνη. Θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά την πόρτα του δωματίου μου να κλείνει πίσω μου και να μένω μόνος, με δύο μεγάλες βαλίτσες, σε ένα γυμνό και σκοτεινό δωμάτιο. Αρχίζεις να διερωτάσαι τί ακριβώς ήρθες να κάνεις εδώ!
Οι υπόγειοι χώροι της Εστίας ήταν χωρισμένοι σε δωμάτια με κάτι άθλια πιάνα – τα practice rooms, όπως τα λέγαμε. Στον ημιόροφο υπήρχε ένας μεγάλος χώρος με καρέκλες και μια μεγάλη οθόνη τηλεόρασης. Δεξιά της εισόδου, μια μικρή αιθουσούλα συναυλιών με ένα πιάνο με ουρά. Αυτά.
Στους χώρους αυτούς κύλησε μεγάλο μέρος της εκεί ζωής μου. Και βέβαια, οι εντυπώσεις των πρώτων στιγμών αποδείχθηκαν απατηλές – όχι όμως, για τον λόγο αυτό, λιγότερο αληθινές....


Στην Εστία πρωτογνώρισα τους ανθρώπους με τους οποίου έμελλε να δεθώ ιδιαίτερα, με φιλίες που ζουν και καρποφορούν μέχρι σήμερα.
Η ατμόσφαιρα του Κολλεγίου θύμιζε λιγάκι την παλιά τηλεοπτική σειρά Fame. Είμασταν σχεδόν όλοι μουσικοί (υπήρχαν ωστόσο και λιγοστοί [μάλλον άτυχοι...] φοιτητές του Imperial College). Η μουσική ήταν, αναμφίβολα, το συνεκτικό στοιχείο όλων αυτών των τόσο ετερόκλητων ανθρώπων που είχαν μαζευτεί εκεί μέσα από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Μελετούσαμε ώρες πολλές στα practice rooms, κι ύστερα ακούγαμε άλλους που έψαχναν για «κοινό», κι ύστερα πάλι μελέτη, πρόβες κοκ. Δεν ζούσαμε απλώς με μουσική, ζούσαμε την μουσική. Πέρα όμως απ’ τη μουσική, δεν έλειπαν και τα πάρτυ, με αδιάπτωτο κέφι. Ειδικά εμείς οι Έλληνες είχαμε ίσως τα πρωτεία στο ζήτημα αυτό: μαζευόμασταν συνήθως σε κάποια κουζίνα (που ήταν κοινόχρηστοι χώροι) και στήναμε μεγάλα γλέντια. Υπήρχε μια διάχυτη φοιτητική ανεμελιά, υπήρχε αγάπη και αφοσίωση σε αυτό που κάναμε και, επιπλέον, έτυχε να «δέσουμε» όμορφα μεταξύ μας.

Με τον Σπύρο, τη Μόνικα, τη Simona, σύντομα γίναμε αχώριστοι· οι δύο πρώτοι, εξαίρετοι πιανίστες, η τελευταία, μια εκπληκτική Ρουμάνα σοπράνο που σήμερα σταδιοδρομεί στο Λονδίνο. Το πρώτο πράγμα που μου έπαιξε ο Σπύρος λίγο μετά την γνωριμία μας, θυμάμαι, ήταν οι Εικόνες από μία Έκθεση του Μουσόρσκυ – ήταν γι’ αυτόν, αυτό που λένε οι άγγλοι «his white horse». Το ρεπερτόριό του έμελλε να αυξηθεί δραματικά στο Λονδίνο καθώς είχε το χάρισμα να μαθαίνει γρήγορα. Ο Σπύρος έζησε πολύ την δημιουργική χαρά της μουσικής δωματίου, και συνεργάστηκε με πάμπολους μουσικούς –ήταν, για το λόγο αυτό, ο δημοφιλέστερος όλων ημών. Η Μόνικα μελετούσε την τέταρτη σονάτα Προκόφιεβ (την οποία έπαιξε υπέροχα στο τελικό ρεσιτάλ της). Εγώ είχα ξεκινήσει να δουλεύω στον Μπραμς (τα ιντερμέδια έργο 117) και την τελευταία σονάτα του Σούμπερτ. Ήταν μεγάλη ευλογία η ύπαρξη των ανθρώπων αυτών στην δεδομένη χρονική στιγμή. Σ’ αυτούς ήρθε να προστεθεί η Λενιώ, η οποία είχε (και έχει) ιδιαίτερη αγάπη στη σύγχρονη μουσική, πράγμα που την διαφοροποιούσε από όλους σχεδόν τους άλλους. Η Λενιώ έμοιαζε να έχει βρει το «μυστικό» εκείνων των μυστήριων και, για μας, ακατάληπτων ήχων της Gubaidulina (που νομίζω πως μελετούσε εκείνη την εποχή), του Ligetti, του Messian, μάλιστα της χρωστάω τις λιγοστές γνώσεις σύγχρονης μουσικής που έχω. Να αναφέρω ακόμα τον Τίτο, έναν ιδιαίτερα ταλαντούχο πιανίστα με έξοχο μουσικό αισθητήριο (θυμάμαι ακόμα την δουλειά του στις σπουδές Σκριάμπιν ή την ερμηνεία του στην 2η σονάτα Προκόφιεβ, στο ναό του St Martin), την γλυκύτατη Αλεξάνδρα – με την οποία μοιραζόμασταν την ίδια αγάπη για τον Glenn Gould… Αναφέρομαι κυρίως σε Έλληνες, αλλά δεν ήταν λίγοι και οι ξένοι μουσικοί με τους οποίους κάναμε πολύ καλή παρέα και τους θυμάμαι με πολλήν αγάπη.

Περάσαμε αλησμόνητα χρόνια – ίσως τα τελευταία του βίου χρόνια φοιτητικής αμεριμνησίας και ξεγνοιασιάς... Και νομίζω πως όλοι θυμόμαστε το κτίριο εκείνο της Goldhawk Rd με την ίδια νοσταλγία...

4 comments:

Anonymous said...

H fthinoporini diathesi se taksidepse piso sto londino? efxaristo dialeimma, ma i omorfia einai gyro sou. na xairesai thn oikogeneia sou kai na sai panta kala!

Anonymous said...

Έλληνες και συμφοιτητές από άλλες χώρες, καινούριοι κόσμοι ανοιχτοί στον καθένα μέσα από τις γνωριμίες με τους ανθρώπους, και με όλον τον τόπο που ήταν καινούριος, ένας άγραφος πίνακας. Μπορούσε κανείς να είναι ό,τι θέλει, να ψάξει να βρει τον εαυτό του, να επανα-αυτοπροσδιοριστεί, την ίδια στιγμή που χαιρόταν την παρέα, τις παρέες. Και όλα ήταν σα να εγκυμονούσαν χιλιάδες δυνατότητες για τη ζωή μας παραπέρα, ήταν ακόμα νωρίς, όλα ήταν ανοιχτά. Έχει μια ασύγκριτη ομορφιά αυτή η κατάσταση. Ακόμα και τα τοπία της αγγλικής εξοχής, τις λίγες φορές που βγήκαμε παραέξω, τα διαφορετικά από εκείνα με τα οποία ήμαστε εξοικειωμένοι, τα απέραντα απαλά αγγλικά λιβάδια και η ομίχλες της Σκωτίας, είχαν τη μαγεία τους. Και για να επιστρέψουμε στο Λονδίνο, τί να πούμε για τις τόσες δυνατότητες να δει κανείς πολύ σημαντικούς μουσικούς στο Royal Festival Hall, που πάντα μετανοιώνω που δεν το έκανα ακόμα συχνότερο στέκι... Έχω μπροστά μου τον Τάμεση και την πόλη, όπως φαινόντουσαν όταν περνούσαμε τη γέφυρα που το ένωνε με το σταθμό του Embankment. Τον περνούσαμε με το βήμα του νέου ανθρώπου, που ό,τι και να γίνεται κάπως πάλι του βγαίνει μια αισιοδοξία και μια προσδοκία για κάτι καλύτερο, που δε χρειάζεται να αιτιολογούνται με κάποια λογική.
Ήταν πολύ φιλόξενη για'μας η Αγγλία και τα χρόνια εκείνα. Στην αγκαλιά τους μεγαλώσαμε και φτάσαμε εδώ, "με χίλιες δυο εικόνες στο μυαλό", όπως λέει το τραγούδι. Είμαι ευγνώμων.

christos makropoulos said...

Διάλειμμα από τί, αγαπητέ φίλε; Και βέβαια η ομορφιά είναι γύρω μας. Αλλά, κυρίως, είναι μέσα μας. Και το "μέσα μας" δεν συντίθεται μόνο από παρόν, δεν νομίζεις;

Anonymous said...

Ωραίο κείμενο αν και υπάρχει (όπως γίνεται συνήθως) μια εξιδανίκευση του παρελθόντος. Ξεχνιούνται ή αμβλύνονται οι δύσκολες στιγμές ("you seem lost"...) και μεγεθύνονται οι ευχάριστες στιγμές. Από την άλλη ίσως αυτό να μην οφείλεται μόνο στην φυσική τάση για νοσταλγία, αλλά και στην εκ των υστέρων εκτίμηση αυτών που απλόχερα σου προσέφεραν εκείνα τα χρόνια και που μόνο τώρα μπορείς να εκτιμήσεις στην πραγματική τους διάσταση και σε όλο τους το βάθος. Ο χρόνος είναι πράγματι πανίσχυρος: απαλύνει τα δύσκολα, ομορφαίνει ακόμα περισσότερο τίς ωραίες στιγμές.