Από τις παρτίτες για πιάνο του Μπαχ περισσότερο αγαπώ την Δεύτερη. Επέλεξα να την παίξω στο δίπλωμά μου, το 1997, και, δίχως να την έχω έκτοτε ξανααγγίξει, την μελετώ και πάλι τώρα (δέκα χρόνια μετά...).
Η μουσική του Μπαχ (όπως και κάθε μουσική αυτής της περιόδου) παρέχει στον ερμηνευτή ανεξάντλητα αποθέματα ερμηνευτικών επιλογών: δεν είναι, θαρρώ, μόνο η ανυπαρξία δυναμικών ή άλλων ενδείξεων που χαρίζει την απλοχωριά αυτή. Είναι κάτι ουσιαστικότερο – πρόκειται για την ίδια την υφή της μουσικής που την καθιστά ιδιαίτερα εύπλαστη στα χέρια και το νου ενός πιανίστα με φαντασία.
Το πρώτο μέρος αρχίζει με ένα Grave-Adagio σε ντο ελάσσονα. «Αυστηρές» συγχορδίες, ατμόσφαιρα σκοτεινή, μελωδία που ψάχνει σπασμωδικά το δρόμο της, μέχρι που τον βρίσκει στο andante που ακολουθεί: εδώ αρχίζει ένας μακρύς μονόλογος –σαν να απελευθερώνεται ο «σπασμός» του εναρκτήριου adagio και να ξεχύνεται ελεύθερη πια η αφήγηση της ιστορίας που είχε, κομπιαστά, αρχινήσει. Έξαφνα, το andante δίνει τη θέση του σ’ ένα (εικαζόμενο) allegro, οπότε η ταχύτητα και η ένταση πολλαπλασιάζεται κατά τρόπο εκρηκτικό (έτσι, τουλάχιστον, μ' αρέσει να το βλέπω!), μέχρι το τελειωτικό κορύφωμα της ελαττωμένης συγχορδίας που σημαίνει την κατάληξη του πρώτου αυτού συναρπαστικού μέρους.
Αλλά το κορυφαίο σημείο του έργου είναι η αργή Sarabande. Η μουσική εδώ προσλαμβάνει μια ψυχική εσωτερικότητα της οποίας το νόημα δεν προσεγγίζεται περιγραφικά, μόνο βιώνεται με τους δικούς του όρους. Συχνά μου έχει τύχει, ακούγοντας ή παίζοντας Μπαχ, να βρεθώ απέναντι σε στιγμές τέτοιων εσωτερικών αποκαλύψεων. Ίσως η κορυφαία όλων να είναι η Εικοστή Πέμπτη Παραλλαγή από τις «Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ» - αλλά ας μη μιλήσω τώρα γι’ αυτήν.
Η μουσική του Μπαχ (όπως και κάθε μουσική αυτής της περιόδου) παρέχει στον ερμηνευτή ανεξάντλητα αποθέματα ερμηνευτικών επιλογών: δεν είναι, θαρρώ, μόνο η ανυπαρξία δυναμικών ή άλλων ενδείξεων που χαρίζει την απλοχωριά αυτή. Είναι κάτι ουσιαστικότερο – πρόκειται για την ίδια την υφή της μουσικής που την καθιστά ιδιαίτερα εύπλαστη στα χέρια και το νου ενός πιανίστα με φαντασία.
Το πρώτο μέρος αρχίζει με ένα Grave-Adagio σε ντο ελάσσονα. «Αυστηρές» συγχορδίες, ατμόσφαιρα σκοτεινή, μελωδία που ψάχνει σπασμωδικά το δρόμο της, μέχρι που τον βρίσκει στο andante που ακολουθεί: εδώ αρχίζει ένας μακρύς μονόλογος –σαν να απελευθερώνεται ο «σπασμός» του εναρκτήριου adagio και να ξεχύνεται ελεύθερη πια η αφήγηση της ιστορίας που είχε, κομπιαστά, αρχινήσει. Έξαφνα, το andante δίνει τη θέση του σ’ ένα (εικαζόμενο) allegro, οπότε η ταχύτητα και η ένταση πολλαπλασιάζεται κατά τρόπο εκρηκτικό (έτσι, τουλάχιστον, μ' αρέσει να το βλέπω!), μέχρι το τελειωτικό κορύφωμα της ελαττωμένης συγχορδίας που σημαίνει την κατάληξη του πρώτου αυτού συναρπαστικού μέρους.
Αλλά το κορυφαίο σημείο του έργου είναι η αργή Sarabande. Η μουσική εδώ προσλαμβάνει μια ψυχική εσωτερικότητα της οποίας το νόημα δεν προσεγγίζεται περιγραφικά, μόνο βιώνεται με τους δικούς του όρους. Συχνά μου έχει τύχει, ακούγοντας ή παίζοντας Μπαχ, να βρεθώ απέναντι σε στιγμές τέτοιων εσωτερικών αποκαλύψεων. Ίσως η κορυφαία όλων να είναι η Εικοστή Πέμπτη Παραλλαγή από τις «Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ» - αλλά ας μη μιλήσω τώρα γι’ αυτήν.
Άραγε, τί να ένιωθε ο Μπαχ όταν έγραφε αυτήν την Sarabande; Μέσα από ποια απάτητα μονοπάτια οδηγήθηκε σ’αυτήν; Να προέκυψε ως αποτέλεσμα συστηματικής επεξεργασίας ή στιγμαίας έμπνευσης; Κι όταν το μέρος ολοκληρώθηκε και παίχτηκε για πρώτη φορά, να’ χε, άραγε, ο Μπαχ αίσθηση πως κάτι πραγματικά σημαντικό είχε μόλις συντελεστεί για την ανθρωπότητα;;
No comments:
Post a Comment