Για τον δάσκαλο Μαρτίνο Τιρίμο έχω γράψει από αυτήν τη θέση στο παρελθόν. Το ρεσιτάλ πιάνου του μεγάλου αυτού πιανίστα που είχα την χαρά να παρακολουθήσω στο Μέγαρο Μουσικής της προάλλες, μου δίνει την ευκαιρία να γράψω δυό λόγια για τον σολίστα Τιρίμο.
Στην πρόσφατη συναυλία του, ο πιανίστας επέλεξε να ερμηνεύσει δύο κολοσιαία έργα της πιανιστικής φιλολογίας: την τελευταία σονάτα του Σούμπερτ και την φαντασία του Σούμαν. Τα δύο μεγάλα έργα πλαισίωναν, στο μεν πρώτο μέρος οι ανάλαφροι χοροί του βιενέζου συνθέτη, στο δε δεύτερο, ένα βραχύ έργο του Περικλή Κούκου. Δύσκολο πρόγραμμα! Δύσκολο για τον πιανίστα αλλά και για το κοινό. Ίσως να είναι αυτή, μία αιτία που το Μέγαρο ήταν μόνο κατά το ήμισυ γεμάτο. Οι σημερινές συνθήκες (στην Ελλάδα τουλάχιστον) δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για μουσική τόσου «όγκου», τόσο ως ουσία όσο και ως διάρκεια.
Επί της ουσίας τώρα: οι χοροί του Σούμπερτ αποδόθηκαν ανάλαφρα, με σαφώς επεξεργασμένη αίσθηση του βιενέζικου ρυθμού και στυλ. Δεν γνώριζα το έργο αλλά το βρήκα εξαιρετικά χαριτωμένο.
Ακολούθησε, όπως είπαμε, η τελευταία σονάτα του ίδιου συνθέτη. Πρόκειται για την μεγαλύτερη σονάτα του (ίσως, μάλιστα, πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα έργα στο είδος του) και πιθανόν η σημαντικότερη όλων. Η ερμηνεία του Τιρίμου ήταν για μένα μια αποκάλυψη. Από κάποιο σημείο και ύστερα συνέλαβα τον εαυτό μου να έχει πάψει να παρακολουθεί το έργο σε μουσικό και ερμηνευτικό επίπεδο: είχε συντελεστεί μια εσωτερική, ανεπίγνωστη στροφή προς ανώτερες υπαρξιακές σφαίρες, πολύ πέρα από όποια stricto sensu μουσική «ανάγνωση». Το πιάνο του Μαρτίνου άγγιξε, στο έργο αυτό, βάθη που μόνο ένας μεγάλος πιανίστας μπορεί να πλησιάσει. Πώς όμως να μιλήσω για αυτά τα βάθη όταν είμαι τόσο ξένος προς αυτά;...
Τα τραγούδια χωρίς λόγια του Κούκου δεν με κέρδισαν εκ πρώτης ακρόασης – παρόλο που εκτιμώ απεριόριστα την μουσική του. Θα ήθελα να το ακούσω και πάλι, ο Κούκος ανήκει στους συνθέτες που αξίζει να τους αφιερώσεις χρόνο.
Και τέλος η Φαντασία του Σούμαν. Δεν ανήκει στα πολύ αγαπημένα μου έργα του Σούμαν (προτιμώ την Creisleriana, ή τα Kinderszenen), αλλά και πάλι, ο Τιρίμος ερμήνευσε το έργο με τόση πειθώ και τόση διαφάνεια ιδεών, ώστε το αποτέλεσμα με κέρδισε πλήρως.
Με το τέλος της Φαντασίας, είχαμε όλοι μεγάλη ανάγκη να ακούσουμε κάτι πιο ελαφρύ! Στο βουβό μας αίτημα, ο Μαρτίνος ανταποκρίθηκε, παίζοντας το πρώτο κομμάτι από τα Kinderszenen και, εν συνεχεία, ένα βαλς του Σοπέν.
Εκείνο το βράδυ, για άλλη μια φορά, συνειδητοποίησα την διαφορά ανάμεσα στον «καλό» και τον «μεγάλο» πιανίστα. Ο πρώτος έχει τεχνική, ερμηνευτική άποψη, ωραίο ήχο. Ο δεύτερος πάει πέρα από αυτά, στοχεύει πέρα και απ’ τη μουσική ακόμα. Για να μπορέσει κανείς να το νιώσει αυτό, απαιτείται ευρύτατη καλλιέργεια: θέλει γνώσεις (ουσιαστικές, όχι ακαδημαϊκές) λογοτεχνίας, ποίησης, ζωγραφικής... Δεν αρκούν οι πολύωρες μελέτες, ούτε τα όποια ακούσματα, ούτε το όποιο ταλέντο. Αυτό, νομίζω, είναι ένα πρόβλημα σήμερα: η λογική της εξειδίκευσης και της μονομερούς ενασχόλησης, οδήγησε στην ανάδειξη πλήθους καλών (ή και εξαιρετικών) πιανιστών· σφράγισε όμως την πρόσβαση σε ανώτερες καταστάσεις – τέτοιες που επιτρέπουν να χαρακτηρίσει κάνεις έναν μουσικό, «μεγάλο».
Υπ’ αυτήν την έννοια, το ρεσιτάλ του Μαρτίνου Τιρίμου, ενός από τους ελάχιστους «μεγάλους» της εποχής μας, στέλνει και ένα μήνυμα προς την νεώτερη γενιά: μήνυμα που έχει να κάνει με τις αληθινές επιλογές, τις συνετές προτεραιότητες.
1 comment:
Πολύ μου αρέσει αυτό που λες, για το 'πέρα κι απ'τη μουσική ακόμα'... Ναι, κι εγώ νομίζω ότι η μεγάλη ερμηνεία ενέχει μια μετουσίωση όλων των στοιχείων που τη συνθέτουν σε κάτι που είναι πολύ πιο μεγάλο από το άθροισμά τους, η ερμηνεία έχει γίνει το σώμα κι αυτό το κάτι είναι το πνεύμα, είναι ΕΝΑ πράγμα, και μέσα σ'αυτό ταξιδεύεις, ανακαλύπτεις, απολαμβάνεις, ξυπνάς, εκπλήσσεσαι, το μέσα σου βρίσκεται σε μία κινητικότητα, ανάλογα με τη μουσική.. - τα λόγια είναι φτωχά. Έχει τόσες δυνατότητες η μουσική. Για'μένα, είναι πρωτίστως ένα ταξίδι. Σε παίρνει, σε σηκώνει, σε πάει αλλού. Τοπικά, τροπικά, χρονικά, φανταστικά, παντοιοτρόπως, αλλού. Ακριβώς, όταν η ερμηνεία ειναι το κάτι άλλο, αυτό που ίσως δεν πιάνεται και δεν προσδιορίζεται, αλλά αναγνωρίζεται, βιώνεται.
Post a Comment