Saturday, December 20

"Thinking" music...

Ξύπνησα τις προάλλες μέσα στη νύχτα, με μια μουσική να αντηχεί μέσα στο κεφάλι μου. (Ήταν η μεταγραφή για πιάνο του Stephen Hough σε ένα τραγούδι του Quilter). Είναι, βέβαια, εξαιρετικά σύνηθες το φαινόμενο να υπάρχει ή να «κολλάει» μια μελωδία στο νου – συχνά σε ενοχλητικό βαθμό. Αλλά όταν αυτό συμβεί μέσα στον ύπνο έχω παρατηρήσει ότι, προφανώς ελλείψει άλλων ερεθισμάτων, μπορεί το πράγμα να είναι αρκετά πιο έντονο.
Αυτό που μου έκανε εντύπωση τις προάλλες είναι η καθαρότητα της μουσικής που υπήρχε στο κεφάλι μου, η τεράστια εγγύτητα προς το άκουσμά της. Η μελωδία, τα διαστήματα, οι διακυμάνσεις της δυναμικής, όλα "ήταν εκεί".

Δεν είναι, όντως, αξιοπρόσεκτο; Ποια οντολογική υπόσταση έχει άραγε μια μουσική που δεν ακούγεται; Πώς μπορείς να «σκέφτεσαι» ήχους; Πώς, με άλλα λόγια, μπορεί να αναπαράγεται κατά τρόπο όχι ηχητικό μια μουσική; Το ερώτημα έχει ενδιαφέρον, διότι η μουσική υπάρχει στην πραγματικότητα μόνο όταν ακούγεται, ο «κορμός» της υπόστασής της έχει να κάνει με τον ήχο και με τον χρόνο. Όταν «σκέφτεσαι» μια μελωδία ο ήχος καταργείται. Σε ορισμένες, μάλιστα, περιπτώσεις καταργείται και ο χρόνος- αν για παράδειγμα ονειρευτείς μια μουσική.

Ίσως υπάρχουν απαντήσεις σε όλα αυτά, ίσως η ιατρική να έχει προ πολλού επιλύσει τέτοια ζητήματα. Εικάζω ότι, στην περίπτωση των μελωδιών που «ηχούν» στο κεφάλι, δεν είναι η σκέψη που τις κινητοποιεί αλλά η μνήμη. Κατά τον ίδιο τρόπο που μπορούμε να «δούμε» ή να θυμηθούμε μια φωτογραφία, μια εικόνα, ένα περιστατικό, στο επίπεδο της μνήμης εννοώ, κατά παρόμοιο μηχανισμό, υπάρχουν «χώροι» της μνήμης που "ευθύνονται" για τις μουσικές "καταχωρήσεις". Απλή εικασία, βέβαια.

Αλλά το ερώτημα έχει και φιλοσοφικές προεκτάσεις, αρκετά πιο δυσεπίλυτες – και αρκετά πιο ενδιαφέρουσες. Προεκτάσεις που έχουν να κάνουν με την ουσία της μουσικής –εάν αυτή υπάρχει! Κάπου έχει γράψει ο Glenn Gould ότι music is the most unsubstantial substance, και βρίσκω εύστοχο τον αποφατισμό της παρατήρησής του...

Thursday, December 4

The Goldberg Variations: Variation XXV

Ποιά είναι, άραγε, η πιο «προσωπική» μουσική στιγμή του Μπαχ;
Η απάντηση, για μένα, απλή και απερίφραστη: είναι η 25η από τις «Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ». Αλλά στο ερώτημα για ποιο λόγο θεωρώ την συγκεκριμένη Παραλλαγή τόσο προσωπική, η απάντηση ούτε απλή είναι, ούτε απερίφραστη. Γιατί κρύβεται σε κόσμους απροσπέλαστους στον λόγο και την γραπτή εκφορά του. Γεννιούνται, όμως κάποιες σκέψεις μέσα μου και θα ήθελα να τις καταγράψω.

Η Παραλλαγή αρχίζει με δυό νότες του αριστερού χεριού, που μεταβάλλουν ριζικά το προηγηθέν κλίμα, επιφέρουν μια αβαρή στατικότητα, απίστευτα υποβλητική. Ελάχιστες φορές, τόσο λιτά εκφραστικά μέσα έχουν δημιουργήσει τόσο ακαριαία μια τέτοια ατμοσφαιρικότητα. Κι’ ύστερα, έρχεται η μελωδία, τόσο ήρεμα νοσταλγική, τόσο άμεσα εκφραστική αισθημάτων θλίψης και μοναξιάς, ώστε καταλαμβάνει τη διάθεση αιφνίδια – αδύνατον να γλιτώσεις από αυτήν.
Αυτή η μελωδία κάτι λέει. Τί να είναι αυτό; Δεν μπορώ να πω. Αλλά έχω τη βεβαιότητα ότι ο Μπαχ κάτι πολύ συγκεκριμένο είχε κατά νου όταν συνέθετε αυτήν την Παραλλαγή, κάτι πολύ απτό ήθελε να διηγηθεί. Κάτι που εικονίζει με μοναδική ενάργεια "στιγμές" εσωτερικής εγκατάλειψης ενώπιον του πόνου ή του θανάτου, κάτι που σχίζει την ύπαρξη στα δύο, κάποιος που πολύ υποφέρει. Λύτρωση δεν μοιάζει να προκύπτει πουθενά στην Εικοστή Πέμπτη Παραλλαγή: η «ιστορία» της τελειώνει –και πάλι- με δύο νότες του αριστερού χεριού, ένα ρε, ένα σολ, νότες παιγμένες βαριά και πένθιμα, ήχοι απαράκλητης θλίψης.

Η επόμενη Παραλλαγή, η Εικοστή Έκτη, είναι ένας άλλος κόσμος, ένας κεφάτος χορός - ύμνος στην ζωή. Μεταβατικό στάδιο μεταξύ των δύο «άκρων» δεν υπάρχει, και αυτό αποτελεί ίσως την δυσκολότερη στιγμή ολόκληρου του έργου, ερμηνευτικά: η ακαριαία εσωτερική μετάβαση από το έρεβος της Εικοστής Πέμπτης, στην εξωστρέφεια της Εικοστής Έκτης Παραλλαγής.

Ποια ερμηνεία έχει πλησιάσει περισσότερο το πνεύμα της παραλλαγής αυτής; Από όσες έχω ακούσει, θα επέλεγα την ηχογράφηση του Glenn Gould, το 1955. Βρίσκω δε εντυπωσιακό πώς ένας τόσο νέος ηλιακιακά άνθρωπος (ήταν μόλις 33 ετών τότε), κατόρθωσε μια ερμηνεία τέτοιας εσωτερικής βαθύτητας.